Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Η τουρκική προπαγάνδα στη Θράκη βρίσκει… τοίχο!!!

Ένας γέρος αποστόμωσε τον Χατζηοσμάν
Οι πομάκοι αντιστέκονται στην Άγκυρα

Ένας γέρος, αγράμματος, με απλά λόγια αποστόμωσε την προσπάθεια εκτουρκισμού της Θράκης από την Άγκυρα. Η Ελληνική κυβέρνηση ακόμη ψάχνει να βρει πειστικά επιχειρήματα κατά του Ερντογάν!!!
Είναι γνωστό πως η Θράκη βρίσκεται υπό τον ασφυκτικό κλοιό της τουρκικής προπαγάνδας και των οργάνων της που κάτω από την καθοδήγηση του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής, οργώνουν την ελληνική περιφέρεια προσπαθώντας να αλώσουν συνειδήσεις ελλήνων μουσουλμάνων και να επιβάλουν ποικιλοτρόπως τον τουρκισμό ως ιδέα και τρόπο ζωής.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχει δημιουργηθεί μία πυραμίδα ιεραρχίας, με κατανεμημένους ρόλους και με συγκεκριμένες –αναλόγως της θέσης στην πυραμίδα- δράσεις. Όμως, οι εξορμήσεις επιφανών στελεχών, είτε της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε βουλευτών ή ακόμη και του ιδίου του τούρκου προξένου κ. Σαρνίτς, έχουν περάσει πλέον στην καθημερινότητα και πολλές φορές οι πράκτορες της Άγκυρας βρίσκονται αντιμέτωποι με την σκληρή αλήθεια και διαπιστώνουν με μεγάλη τους πικρία πως η Θράκη συνεχίζει να είναι ελληνική…!
Έτσι πρόσφατα, ο κύριος Αχμέτ Χατζηοσμάν, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ροδόπης, βρέθηκε μέσα στα πλαίσια των δράσεών τους υπέρ της Άγκυρας, βρέθηκε στην Κοινότητα της Οργάνης και συγκεκριμένα στο πομακικό χωριό Κύμη, όπου προσπάθησε με ποικίλες προτροπές να πείσει τους κατοίκους του χωριού να σταματήσουν να στέλνουν τα παιδιά του στο δημόσιο νηπιαγωγείο, το οποίο λειτουργεί τα τελευταία δύο χρόνια στο χωριό!
Βασικό επιχείρημα του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ ήταν πως τα παιδιά δεν μαθαίνουν τα τούρκικα και γι αυτό οι γονείς τους πρέπει να ζητήσουν την δημιουργία δίγλωσσου νηπιαγωγείου, όπου τα Πομακόπουλα του χωριού θα μπορούν να διδάσκονται εκτός της ελληνικής και την τουρκική γλώσσα!!! Φυσικά, η παρερμηνεία εκ μέρους του κυρίου Χατζηοσμάν, όσον αφορά τον ρόλο του βουλευτή, είναι δεδομένη, αφού πιθανότατα δεν τον ενδιαφέρει να ασχοληθεί και να εργαστεί για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων που έχει το συγκεκριμένο χωριό. Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ δεν ενδιαφέρεται για ασφαλτόστρωση του οδικού δικτύου, ούτε φυσικά για την ύδρευση του χωριού… Δεν τον ενδιαφέρει φυσικά να συζητήσει με τους κατοίκους και να νιώσει τα προβλήματά τους ή να τους ακούσει να του μιλάνε για την ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης των παιδιών τους… Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, κύριος Χατζηοσμάν, τρέχει να εκτελέσει τις εντολές του πρόξενου και της Άγκυρας και, όπως μας δήλωσαν κάτοικοι του χωριού, ζητά από τους κατοίκους να καταστρέψουν τα παιδιά τους στέλνοντάς τα σε δίγλωσσο νηπιαγωγείο!
Μέσα όμως από την πίεση που άσκησε ο ορκισμένος (να υπηρετεί τα συμφέροντα της Ελλάδας) βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, ξαφνικά δέχθηκε μία απάντηση-ερώτηση από έναν αγράμματο γέροντα, ο οποίος με απόλυτη ηρεμία απευθυνόμενος στον κοστουμαρισμένο βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, τον ρώτησε: «Τα δικά σου παιδιά σε ποιο σχολείο πήγαν;»
Στο σημείο αυτό, ο κύριος Χατζηοσμάν έχασε το χρώμα του αλλά και τα λόγια του. Ξεψυχισμένα, με φωνή που μόλις ακούστηκε, ομολόγησε πως τα δικά του παιδιά πήγαν και σε Ελληνικό σχολείο!!! Φυσικά, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ ένιωσε πως εκείνη τη στιγμή ήταν προτιμότερο να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί, αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη…
Ο ίδιος αγράμματος γέροντας, αφού τον κοίταξε προσεκτικά, αναρωτήθηκε απευθυνόμενος προς τον κύριο Χατζηοσμάν και δείχνοντας τον διπλανό του: «Για ποιόν λόγο λοιπόν να μην στείλει κι αυτός το παιδί του στο δημόσιο νηπιαγωγείο και να στερηθούν τα δικά του παιδιά την μόρφωση που έχουν τα δικά σου παιδιά;». Όσο φυσική ήταν η ερώτηση του αγράμματου γέροντα, άλλο τόσο φυσική ήταν η αντίδραση του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος άρχισε να… μασάει τα λόγια του!!! (μαθημένος στη μάσα, βλέπετε…).
Φυσικά, ο κύριος Χατζηοσμάν μετά από αυτό έφυγε σαν να τον είχαν @έσει και οι κάτοικοι του χωριού, αφού πήραν τις απαντήσεις που… περίμεναν, συνέχισαν να στέλνουν τα παιδιά τους στο δημόσιο ελληνικό νηπιαγωγείο, γνωρίζοντας πως οι «επισκέψεις» δεν πρόκειται να σταματήσουν, όπως δεν πρόκειται να σταματήσουν οι «ειδικοί» του προξενείου τις προσπάθειές τους για τον εκτουρκισμό των παιδιών τους. Σε αυτή τους την αγωνία, οι πομάκοι της Θράκης περιμένουν κάποια συμπαράσταση από την ελληνική πολιτεία, η οποία όμως έχει βάλει σαν προτεραιότητα την «πράσινη ανάπτυξη» και δεν δείχνει διαθέσεις να ασχοληθεί μαζί τους παρά μόνο εάν η τουρκική προπαγάνδα τους καταστήσει… «φυτά»…
Αλήθεια, μήπως θα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ ο κύριος Χατζηοσμάν σε αυτές του τις εξορμήσεις εκτουρκισμού ελλήνων μουσουλμάνων; Και εάν δεν εκπροσωπεί τον Γιώργο Παπανδρέου γιατί συνεχίζει ατιμώρητος ο κύριος Χατζηοσμάν την ανθελληνική του δράση;
Κωνσταντίνοs

http://kostasxan.blogspot.com/2009/12/blog-post_7321.html

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Το ξέσπασμα του Μίκη Θεοδωράκη στον Στέφανο Ληναίο

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ

"Σ’ αυτή την ιστορική καμπή που βρισκόμαστε, τρία είναι τα κύρια μέτωπα στα οποία οφείλουμε να πάρουμε σαφή στάση:
Το πρώτο αφορά την Κύπρο και το σχέδιο Ανάν. Το δεύτερο αφορά τα Σκόπια και το όνομα «Μακεδονία». Και το τρίτο την υπεράσπιση της ελληνικότητας μπροστά στην επίθεση που δέχεται από ελληνικές και διεθνείς οργανωμένες δυνάμεις.

1) Κύπρος: Παρά το ότι ο ελληνοκυπριακός λαός απέρριψε το Σχέδιο Ανάν με μεγάλη πλειροψηφία (70%), εν τούτοις τόσο μέσα στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα υπάρχουν πρόσωπα και δυνάμεις που συνωμοτούν, ώστε με την δημιουργία καταλλήλων συνθηκών να το επιβάλουν τελικά, μιας και η επικράτησή του εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στόχο της πολιτικής των ΗΠΑ, που θέλουν μ’ αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσουν ένα σημαντικό στρατηγικό έρεισμα για τα άμεσα και μακροπρόθεσμα σχέδιά τους στην Μέση Ανατολή.



Είναι ανάγκη λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε να ακουστεί η φωνή της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού που δεν συμφωνεί στην εφαρμογή αυτού του Σχεδίου, το οποίο είναι αντίθετο με τα συμφέροντα της Κύπρου και ειδικότερα των Ελληνοκυπρίων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού Έθνους.



2) Σκόπια: Δεν θα πρέπει να έχει για μας καμμιά απολύτως σημασία το γεγονός ότι τα έχουν ήδη αναγνωρίσει με το όνομά τους πολλά κράτη δια διάφορους εμφανείς λόγους. Στην πραγματικότητα όσοι το κάνουν, αγνοούν ή και περιφρονούν την ιστορική αλήθεια. Άγνοια ασυγχώρητη, που οδηγεί στην ουσιαστική γελοιοποίησή τους. Το γεγονός και μόνο ότι έτσι θα νομίζουν ότι με την επιλογή τους αυτή θα συνυπάρχουν με τα τρισέγγονα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα αποτελεί γι’ αυτούς αιτία χλευασμού και υποτίμησης της σοβαρότητάς τους. Και υποθέτουμε ότι είναι περιττό να επαναλάβουμε εδώ τα λόγια του ίδιου του πρώην Προέδρου των Σκοπίων κ. Γκλιγκόρωφ, ότι δηλαδή οι Σκοπιανοί είναι Σλαύοι , η εθνικότητά τους Σλαυική και η γλώσσα τους ένα μείγμα Σλαυικής και Βουλγαρικής διαλέκτου.



Εκείνο όμως που θα πρέπει να μας αφορά ως Έλληνες, είναι το γεγονός ότι ορισμένοι ηγέτες των Σκοπιανών αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το όνομα «Μακεδονία», ανακηρύσσοντας τον εαυτό τους ως μοναδικούς απογόνους-κληρονόμους της αρχαίας Μακεδονίας, του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με το εύρημα της «Μακεδονίας του Αιγαίου» να διεκδικούν χωρίς ντροπή τα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας από δύση σε ανατολή χαράζοντας σαν σύνορα στον νότο τις

παρυφές του Ολύμπου! Φτάνουν στο σημείο μάλιστα να διατείνονται ότι η Θεσσαλονίκη, που την προορίζουν ως πρωτεύουσά τους, βρίσκεται σήμερα υπό ελληνική κατοχή!
Πρόκειται για ένα βλακώδες, αισχρό και προσβλητικό παραλήρημα, απέναντι στο οποίο το μόνο που ταιριάζει σ’ έναν υπεύθυνο λαό και ένα υπεύθυνο κράτος είναι η απόλυτη περιφρόνησή. Που σημαίνει ότι δεν δεχόμαστε καμμιά σχέση και ακόμα πιο πολύ καμμιά συζήτηση μαζί τους. Είτε μόνοι μας είτε με τη μεσολάβηση του

ΟΗΕ όπως γίνεται σήμερα. Και το μόνο που οφείλουμε να πράξουμε είναι να δηλώσουμε καθαρά ότι εμείς δεν πρόκειται ποτέ να τους χαρίσουμε το όνομα «Μακεδονία» και ότι δεν θέλουμε να έχουμε καμμιά σχέση οικονομική και διπλωματική μαζί τους. Κλείνουμε τα σύνορα. Και δεν καταδεχόμαστε ούτε να τους εμποδίσουμε να μπουν στην αγκαλιά του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης, που τόσο πολύ επιθυμεί την παρουσία ανάμεσά τους των γνήσιων απογόνων του … Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ας τους χαίρονται λοιπόν, μιας και στην πραγματικότητα απολαμβάνουν την πλήρη εύνοια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, που έχουν ήδη μεταβάλει μαζί με το Κόσοβο και τα μισά Σκόπια σε μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές τους βάσεις στον κόσμο. Με άλλα λόγια αποτελούν ήδη ένα στρατηγικής σημασίας προτεκτοράτο των ΗΠΑ και για τον λόγο αυτόν οι απειλές τους με στόχο τα εδάφη μας θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν.
Μετά από όλα αυτά η συμμετοχή μας στις διαδικασίες που μας επιβάλλονται άνωθεν για δήθεν σύνθετες ονομασίες για όλες τις χρήσεις και πράσινα άλογα -γιατί αυτό που θα γίνει τελικά είναι να παραμείνει το όνομα «Μακεδονία»- αποτελεί απαράδεκτη υποχώρηση, που θίγει την σοβαρότητα και την αξιοπρέπειά μας. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά ότι.η στάση αυτή δεν ταιριάζει σε λαούς όπως ο δικός μας, που είχε το θάρρος να αντιταχθεί στους ισχυρούς σε δύσκολες και κρίσιμες περιόδους προστατεύοντας την ιστορία του, την τιμή και την υπερηφάνεια του.



3) Το τρίτο και σημαντικότερο εθνικό πρόβλημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει, είναι η αποκάλυψη και καταγγελία στον ελληνικό λαό των κύκλων, ομάδων και οργανώσεων που σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς επιδιώκουν την κατεδάφιση της ελληνικότητας. Μεταξύ των διεθνών οργανώσεων πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε το «Ίδρυμα Σόρος», που συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων των δυνάμεων που αποφάσισαν την διάλυση της Γιουγκοσλαυίας, τον πόλεμο στην Γεωργία και την αποσύνθεσή της, την υποταγή στη Δύση της Ουκρανίας και που σήμερα αναμοχλεύουν τους εθνικισμούς στην Αλβανία προετοιμάζοντας το όραμα για την Μεγάλη Αλβανία με τη δημιουργία του Κοσόβου και με στόχο την Ήπειρο (Τσαμουριά) αλλά και στα Σκόπια με την ενίσχυση της προβολής της «Μακεδονίας του Αιγαίου».
Όσον αφορά τη χώρα μας, με στόχο το...

χτύπημα της ελληνικότητας αποβλέπουν στην αποδιοργάνωση της συνοχής του ελληνικού έθνους ξεκινώντας από την παραμόρφωση ιδιαίτερα της σύγχρονης ιστορίας μας -πριν, κατά και μετά την επανάσταση του 1821- και την εξάλειψη του ελληνικού πολιτισμού, παραδοσιακού και σύγχρονου.
Ορισμένοι Έλληνες, ουσιαστικοί πράκτορες αυτών των ύποπτων διεθνών οργανώσεων εργάζονται εδώ και πολύ καιρό συστηματικά. Έχουν διεισδύσει μέσα στους πλέον σημαντικούς και ευπαθείς τομείς της κοινωνικής μας ζωής, όπως η Παιδεία, η εξωτερική πολιτική, τα ΜΜΕ, καθώς και στους κομματικούς χώρους έχοντας ήδη κατορθώσει να σταθεροποιήσουν ένα σημαντικό προγεφύρωμα με την οικονομική ενίσχυση των ξένων και στηριζόμενοι στην άγνοια των πολλών και στην αποσιώπηση εκ μέρους των οπορτουνιστών έχουν ήδη προξενήσει μεγάλες βλάβες στην παραδοσιακή συνοχή του λαού μας τουλάχιστον ως προς τις παραδοσιακές του αξίες, που τον έκαναν να είναι αυτός που είναι. Σε πείσμα όλων των δεινών που κατά καιρούς δοκιμάζουν την αντοχή του.
Επομένως η καλλιέργεια του πατριωτισμού αποτελεί σήμερα τη μοναδική απάντηση, ώστε ο λαός μας να μπορέσει να αποκρούσει ενημερωμένος, ενωμένος και άγρυπνος αυτό το σατανικό σχέδιο ξεσκεπάζοντας και απομονώνοντας τους εχθρούς του, όποιοι και αν είναι και όπου κι αν βρίσκονται.
Αρκετά κοιμηθήκαμε έως τώρα. Καιρός να ξυπνήσουμε, να εγερθούμε, να εξεγερθούμε και ενωμένοι να αντιμετωπίσουμε όπως αρμόζει τους μεγάλους κινδύνους που απειλούν την ιστορία, τον πολιτισμό, το ήθος, τις παραδόσεις και τελικά την ακεραιότητά μας.

Αθήνα, 21.12.2009

Μίκης Θεοδωράκης

Υ.Γ: Η επιστολή εστάλη στον γνωστό μας ηθοποιό και άνθρωπο των γραμμάτων Στέφανο Ληναίο

stefan28@ontelecoms.gr,, www.thealpha.gr,

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

The Revolutionary Pleasure of Thinking for Yourself

Image by Pete Von Sholly

The Revolutionary Pleasure of
Thinking for Yourself

by various anonymous authors



1

Those who assume (often unconsciously) that it is impossible to achieve their life's desires-and, thus, that it is futile to fight for themselves--usually end up fighting for an ideal or cause instead. They may appear to engage in self-directed activity, but in reality they have accepted alienation from their desires as a way of life. All subjugations of personal desires to the dictates of a cause or ideology are reactionary no matter how "revolutionary" the actions arising from such subjugations may appear.

Yet, one of the great secrets of our miserable, yet potentially marvelous time, is that thinking can be a pleasure. Despite the suffocating effect of the dominant religious and political ideologies, many individuals do learn to think for themselves; and by doing so--by actively, critically thinking for themselves, rather than by passively accepting pre-digested opinions--they reclaim their minds as their own.

This is a manual for those who wish to think for themselves, a manual for creation of a personally (rather than ideologically) constructed body of critical thought for your own use, a body of thought which will help you to understand why your life is the way it is and why the world is the way it is. More importantly, as you construct your own theory, you will also develop a practice: a method to get what you want for your own life. Theory, then, must be either practical--a guide to action--or it will be nothing, nothing but an aquarium of ideas, a contemplative interpretation of the world. The realm of ideas divorced from actions is the eternal waiting room of unrealized desires. Forming your own practical theory, what could be called "self-theory," is intimately connected to achieving the realization of your desires.

Therefore, constructing your self-theory is a revolutionary pleasure. It is both a destructive and constructive pleasure, because you are creating a practical theory--one tied to action--for the destruction and reconstruction of this society. It is a theory of adventure, because it is based on what you want from life and on devising the means necessary to achieve it. It is as erotic and humorous as an authentic revolution.



2

Any system of ideas with an abstraction at its center--an abstraction which assigns you a role or duties--is an ideology. An ideology provides those who accept it with a false consciousness, a necessary component of which is other-directedness. This leads those who accept the ideology to behave as "objects" rather than "subjects," to allow themselves to be used rather than to act to attain their own desires. The various ideologies are all structured around different abstractions, yet all serve the interests of a dominant (or aspiring dominant) class by giving individuals (though the term hardly seems appropriate--"members of the herd" is perhaps more accurate) a sense of purpose in sacrifice, suffering, and submission.

Religious ideology is the oldest example: the fantastic projection called "God" is the Supreme Subject of the cosmos, acting on every human being as "His" object.

In the "scientific" and "democratic" ideologies of "free enterprise," capital investment is the "productive" subject directing world history--the "invisible hand" guiding human development. In order to prosper, the early capitalists had to attack and weaken the power that religious ideology once held. They exposed the mystification of the religious world and replaced it with the mystification of technology and commodity capitalism, wherein Profit becomes the Supreme Subject of the cosmos.

The 57 varieties of leninism are "revolutionary" ideologies in which the Party is the rightful subject entitled to dictate world history by leading its object--you, the proletariat--to the promised land through replacement of the corporate-capitalist "free enterprise" apparatus with a state-capitalist leninist apparatus.

The many other varieties of dominant ideologies can be seen daily. The new forms of religious mysticism help to preserve the status quo in a round about way. They provide a cheap and tidy way to obscure the vacuousness of daily life and, like drugs, make it easier to live, or rather exist, with this emptiness--and so prevent us from recognizing our real roles in the functioning of the socio-economic system.

All of these ideologies differ in the specific sacrifices they demand of you, the object, but all are structured in the same way. All demand an inversion of subject and object; things, abstractions, take on the human attributes of power and will, while human beings become things, tools to be used in the service of these abstractions (God, the dictatorship of the proletariat, the fatherland, etc., etc.). Ideology is upside down self-theory. It fosters acceptance of the separation of our narrow, daily lives from a world that appears totally beyond our control. Ideology offers us only a voyeur's relationship with the life of the world.

All abstraction-based ideologies demand duty, sacrifice for the cause; and every such ideology serves to protect the dominant social order. Authorities whose power depends upon docility must deny us our subjectivity, our conscious will to act for our own desires. Such denial comes in the form of demands for sacrifices for "the common good," "the national interest," "the war effort," "the revolution,".....



3

We rid ourselves of the blinders of ideology by constantly asking ourselves: How do I feel? How's my life? What do I want? Am I getting what I want? If not, why not? This is being conscious of the commonplace, being aware of your everyday routine. That real life exists--life in which you are active, a subject acting to achieve your desires--is a public secret that becomes less secret every day, as the breakdown of daily life constructed around abstraction-based ideologies becomes more and more obvious.



4

The creation of self-theory is based on thinking for yourself, on being fully conscious of your desires and of their validity. Authentic "consciousness raising" can only be the "raising" of people's thinking to the level of positive (non-guilty) self-consciousness, free of imposed morality in all its forms. This type of consciousness can be termed "radical subjectivity."

Conversely, what many leftists, therapy mongers, racism awareness trainers, and sisterizers term "consciousness raising" is the practice of beating people into unconsciousness with guilt-inducing, ideological billyclubs.

The path from self-negation to self-affirmation passes through point zero, the capital city of nihilism. This is the windswept still point in social space and time, the social limbo in which one recognizes that there is no real life in one's daily existence. A nihilist knows the difference between surviving and living.

Nihilists reverse their perspectives on their lives and the world. Nothing is true for them but their desires, their will to be. They reject all ideology in their hatred for the miserable social relations in modern society. From this reversed perspective they clearly see the upside-down world of commodity capitalism in which subject and object are inverted, and people and abstract concepts are converted into things, commodities to be sold. They see daily life as a theatrical landscape in which "everyone has their price," God (via televangelism) and happiness (smile buttons) become commodities, radio stations say they love you, and detergents have compassion for your hands.

Daily conversation offers sedatives such as, "You can't always get what you want," "Life has its ups and downs," and other cliches of the secular religion of survival. "Common sense" is just the non-sense of common alienation. Every day people are denied (and deny themselves) an authentic life and are sold back its representation.

Nihilists constantly feel the urge to destroy the system which destroys them. They cannot go on living as they are. Soon, most realize that they must devise a coherent set of tactics in order to transform the world.

But if a nihilist does not recognize the possibility for the transformation of the world, his or her subjective rage will ossify into a role: the suicide, the solitary murderer, the street hoodlum-vandal, the neo-dadaist, the professional mental patient... all seeking compensation for a life of dead time.

The nihilists' mistake is that they do not realize that there are other nihilists with whom they can work. Consequently, they assume that participation in a collective project of self-realization is impossible.



5

This project of collective self-realization, the changing of life itself through the transformation of social relations, can properly be termed "politics." Politics, however, also signifies a mystified, separate category of human activity, an isolated interest with its own specialists--politicians, political consultants, etc. It is possible to be interested (or not) in this type of politics just as it is possible to be interested (or not) in football, stamp collecting, music, or fashion. What people see as "politics" today is the social falsification of the project of collective self-realization; it has become a spectacle and a parody. And that suits those in power just fine.

Authentic collective self-realization is the revolutionary project. It is the collective transformation of social relations and the natural world according to the desires of all participants.

Similarly, "therapy" at present usually refers to attempts to "help" individuals "adjust" to their restrictive social roles and to the banality of daily life. Authentic therapy involves changing one's own life by changing the nature of social life. Therapy must be social if it is to be of any real consequence. Social therapy (the healing of society) and individual therapy (the healing of the individual) are linked together: each requires the other, each is a necessary part of the other.

For example, in present day society we are expected to repress our real feelings and play a role. This is called "playing a part in society" (how revealing that phrase is). Individuals put on "character armor" --a steel-like suit comprised of role playing, posing, and concealing one's desires as a defense against other individuals. Transforming social relations and surpassing the role-playing game requires the conscious decision of most if not all individuals to shed these roles and truly communicate; therefore, the end of individual role playing is directly related to the end of social role playing.



6

To think actively, critically, is to make your life--as it is now, and as you want it to be--the center of your thinking. This positive self-centering is accomplished by a continuous assault on externals, on the false issues ("support our troops"), false conflicts (e.g., those arising from notions of racial "superiority"), false identities ("American," "patriot," "Catholic," "white Christian"), and false dichotomies ("economic survival" versus "a clean environment") which permeate social life.

People are kept from analyzing the basic nature, the totality, of everyday life by the media focus--including "consumer" surveys and public opinion polls--on mere details: the spectacular trifles, the phony controversies, and ridiculous scandals. Are you for or against trade unions, cruise missiles, identity cards? What's your opinion of soft drugs, jogging, UFOs, progressive taxation, Michael Jackson's latest nose job, the royal family's sexual relations?

These are diversions, false issues. The only issue for us is how we live. There's an old Jewish saying, "If you have only two alternatives, then choose the third." It impels people to search for new perspectives. We can see the artificiality of false dichotomies by searching for that "third choice."

Being conscious that there is a third choice allows us to refuse to choose between two supposedly opposite, but equally repulsive, possibilities which are presented to us as the only possible choices. In its simplest form, this "third choice" consciousness is expressed by the person brought to trial for armed robbery and asked, "Do you plead guilty or not guilty?" "I'm hungry and unemployed," she replies. A more theoretical, but equally classic, illustration of this consciousness is the refusal to choose between the corporate-capitalist ruling classes of the West and the state-capitalist ruling classes of what's left of the Eastern bloc. All we need to do is to look at the basic social relations of production in the USA and Europe on the one hand, and China, North Korea, and Cuba on the other, to see that they are essentially the same: over there, as here, the vast majority work for a wage or salary in exchange for giving up control over their life's work, control over both what they produce and how they produce it. And, of course, what they produce in both East and West is then sold back to them as commodities.

In the West, the surplus value, or the value produced over and above the value of the workers' wages, is the property of the corporate management and stockholders, who keep up a show of domestic competition. In the East, the surplus value is the property of the state bureaucracy, which does not permit domestic competition. Big difference.

Like the false issues and false conflicts cited above, false questions are used to distract us from living in the present, from seeing the totality of existence. One example is the stupid conversational question, "What's your philosophy of life?" It poses an abstract concept of "life" that has nothing to do with real life because it ignores the fact that "living" is exactly what we are doing at the present moment, and our "philosophy of life" is clearly revealed by our actions.

False identities are perhaps an even more potent form of mystification. In the absence of real community, people cling to all kinds of phony social identities--they contemplate and attempt to emulate a huge variety of roles presented to them in school, church, and, especially, the "entertainment" media. These social identities can be ethnic ("Italian- American"), residential ("New Yorker"), nationalistic ("patriot"), sexual ("gay"), cultural ("Giants fan"), and so on; but all are rooted in a common desire for affiliation, for belonging.

Obviously being "black" is a much more real identification than being a "Giants fan," but beyond a certain point, such an identification only serves to mask one's real position in society; and in order to recognize that real position, you have to reject the false identities, false conflicts, and false dichotomies, and begin with yourself as the center. From there you can examine the material basis of your life, stripped of mystification.

An example: Suppose that you want a cup of coffee from the vending machine at work. First, there is the cup of coffee itself: that involves the workers on the coffee plantation, the ones on the sugar plantation and in the refineries, the ones in the paper mill, and so on. Then you have the workers who made the different parts of the vending machine and the ones who assembled it. Then the ones who extracted the iron ore and bauxite, smelted the steel, and work for the electric utility which supplies power to the machine. Then all the workers who transported the coffee, cups, and machine. Then the clerks, typists, and communication workers who coordinated the production and transportation. Finally, you have all the workers who produced all the other things necessary for the other ones to survive. That gives you a direct material relationship to several million people, in fact, to the immense majority of the world's population. They produce your life, and you help to produce theirs. In this light, all artificial group identities and special group interests fade into insignificance. Imagine the potential enrichment of your life that at present is locked up in the frustrated creativity of these millions of workers, held back by obsolete and exhausting methods of production, strangled by lack of control over their own productivity, warped by the insane rationale of capital-accumulation which pits one against all and makes life a mad scramble for economic survival. Here we begin to discover a real social identity--in people all over the world who are fighting to win control over their own lives we find ourselves.

Those who have a vested interested in the political and economic status quo continually present us with false choices, that is, with choices which preserve their power ("Vote Democratic!"/"Vote Republican! "--"But Vote!"). We are constantly being asked to choose sides in false conflicts. Governments, corporations, political parties, and propagandists of all kinds constantly present us with "choices" that are no choice at all. We are given the illusion of choice, but as long as those in power control what our "choices" will be ("choices" which we perceive as the only alternatives available to us), they will also control the outcome of our "decisions."

The new moralists love to tell those of us in the rich West how we will "have to make sacrifices," how we "exploit the starving children of the Third World." The choice we are given is between sacrificial altruism or narrow individualism. (Charities cash in on the resulting guilt.) Yes, by living in the rich, wasteful West we do exploit the poor of the Third World--but not personally, not deliberately. We can make some changes in our lives, boycott, make sacrifices, but the effects are marginal. We become aware of the false conflict with which we've been presented when we realize that under the global socio-economic system we, as individuals, are locked into our roles as "exploiters" just as others are locked into their global roles as the exploited. We have a role, but little power to change it--at least individually. Therefore, we reject the false choice of "sacrifice or selfishness" by calling for the destruction of the global social system whose existence forces that decision upon us. Tinkering with the system, or offering token sacrifices, or calling for "a little less selfishness," simply won't do. Charities and reformers never go beyond such false choices as "sacrifice" or "selfishness"--but if any true social progress is to be made, the rest of us must do so.

Those in power continually use such falsifications to divert and disempower us. By spreading myths like, "If we shared it all there wouldn't be enough to go around," they attempt to deny the existence of any real choices and to hide from us the fact that the material preconditions for social revolution already exist.



7

Any journey toward self-demystification must avoid the twin quagmires of absolutism and cynicism.

Absolutism is the total acceptance or rejection of all components of particular ideologies, or indeed, of any set of ideas or concepts. An absolutist cannot see any choice other than complete acceptance or complete rejection; s/he sees things purely as good or bad, black or white. The absolutist wanders along the shelves of the ideological supermarket looking for the ideal commodity, and then buys it lock, stock and barrel. But the ideological supermarket--like any supermarket--is fit only for looting. It is of more practical use to us to move along the shelves, rip open the packets, take out what looks authentic and useful, and dump the rest.

Cynicism is a reaction to a world dominated by ideology and "morality." Faced with conflicting ideologies, the cynic says, "A plague on both your houses." The cynic is as much a consumer as the absolutist, but one who has given up hope of finding the ideal commodity.



8

The process of constructive thinking is a process of continually adding to and modifying one's current body of self-theory as well as resolving contradictions between one's new thoughts and perceptions and one's previous beliefs. The resulting synthesis is thus more than the sum of its parts.

This synthetic method of constructing a theory is counter to the eclectic method in which one collects a rag bag of favorite bits from favorite ideologies without ever confronting the resulting contradictions. Modern examples include "anarcho-capitalism," "christian marxism," and liberalism in general.

If we are continually conscious of how we want to live, we can critically appropriate from anything: ideologies, culture critics, technoratic experts, sociological studies, even mystics (though the pickings will probably be slim). All the rubbish of the old world can be scavenged for useful material by those who want to reconstruct it.



9

The nature of modern society, unified globally through its capitalist economic system, makes necessary a self-theory which criticizes all areas in which socio-economic domination exists (i.e., both the corporate capitalism of the "free" world and the state capitalism of the "communist" world) as well as all forms of alienation (sexual poverty, enforced participation in the rat race for survival, etc.). In other words, we need a critique of the totality of daily existence from the perspective of the totality of our desires.

Opposed to this project are all the politicians and bureaucrats, preachers and gurus, city planners and policemen, reformers and leninists, central committees and censors, corporate managers and union honchos, male supremacists and feminist ideologues, landlords and eco-capitalists who work to subordinate individual desires to that hideous abstraction, "the common good," of which they are the supposed guardians. They are all forces of the old world-bosses, priests, and other creeps who have something to lose if people extend the game of seizing back their minds into seizing back their lives.

Revolutionary theory and abstraction-based ideologies are enemies, and every politically conscious person knows it.



10

By now it should be obvious that self-demystification and the creation of our own revolutionary theory do not eradicate our alienation; "the world," with its capitalist economic relations permeating every aspect of life, goes on and is reproduced every day with the acquiescence and assistance of billions of people.

Although this text has the creation of self-theory as its focus, we do not mean to imply that revolutionary theory can exist separately from revolutionary practice. In order to be consequential, to effectively reconstruct the world, practice must be based in theory, and theory must be realized in practice. The revolutionary project of ending alienation and transforming social relations requires that one's theory be nothing other than a theory of practice, realized in what we do and how we live. Otherwise theory will degenerate into an impotent contemplation of the world, and ultimately into a survival mechanism--an intellectual armor that acts as a buffer between the daily world and oneself. And if revolutionary practice is not the practice of revolutionary theory, it degenerates into, at best, altruistic militantism--"revolutionary" activity as one's social duty or role. At worst, it degenerates into pure gangsterism.

We don't strive for a coherent theory purely as an end in itself. For us, the value of coherency is that it makes it easier to think critically and effectively. For example, it's easier to understand future developments in social control if you have a coherent understanding of present-day social control ideologies and techniques.

Having a coherent theory makes it easier to put into practice your strategy for realizing your desires.



11

In the process of constructing self-theory, the last theories that must be dealt with (one hesitates to call them "ideologies," as they are not based in abstractions with their accompanying "shoulds" and "duties") are the ones that have the most resemblance to revolutionary self-theory. These are situationism and syndicalism.

The Situationist International (1958-1971) was an organization of theoretically oriented, ultra-left, European (especially French) marxists. Many believe, as did the original author(s) of this essay, that the situationists "made an immense contribution to revolutionary theory." That evaluation is, however, overly generous. Virtually all of the key insights attributed to situationist writers can be found in the works of earlier anarchists, social democrats, and philosphers such as Alexander Berkman, Emma Goldman, Oscar Wilde, George Bernard Shaw, Wilhelm Reich and Friedrich Nietzsche (though the insights in question were scattered and often were not developed with the rigor found in the better situationist texts). The primary reason that this is not widely recognized is that most of the early situationists and their followers came from marxist backgrounds and were simply not familiar with the vast body of non-marxist progressive writings produced in prior decades; and the younger situationist followers often have had very little in the way of political experience and are as unfamiliar with early progressive literature as were their marxist predecessors.

A secondary reason for the overestimation of the importance of the situationists is that situationism is a French ideology utilizing an arcane marxist-derived jargon ('poverty of...,' 'society of the spectacle,' 'reification,' 'dialectical,' etc., etc.); as well, virtually all situationist texts are written in a very difficult to follow, jargon-ridden, muddy style--which makes them inaccessible to most people. Thus, situationism has a great deal of snob appeal for those with intellectual pretensions. Once you've mastered the jargon and read (or claim to have read) the key (one is tempted to say "sacred") texts, you certainly at least appear to be an intellectual. Thus it's not surprising that "situationist" poseurs, 1atched as they are to their "situationist" roles and "intellectual" pretensions, often have little regard for truth and regard decent human behavior as "bourgeois"; it follows, then, that in political controversies they often resort to deliberate distortions, fabrications, and ad hominem attacks upon those who have the temerity to criticize their ideas. (Some, incredibly, have even used the slogan, 'the personal is political,' as an excuse for scurrilous personal attacks.) The destructive-and ultimately self~defeating~effects of these vicious tactics are so obvious as to need no further comment.

But perhaps the most critical~weakness of situationism is that it offers no coherent method for "getting from here to there," that is, from "the society of the spectacle" to the free society.

Having said this, it should be added that the great virtue of the situationist writers was that they presented their insights in a more or less coherent manner and expounded upon them at length. (The qualifer "more or less" is used due to the very low quality, stylistically, of almost all situationist texts.) At its best, situationist theory offered a critique of "spectacular" society, that is, society in which people are reduced to the level of passive observers and consumers rather than active participants. It made an extensive critique of how both ideology and commodification turn people into passive, alienated observers of their own lives. Thus, situationist theory is a body of critical thought which can be incorporated into one's own self-theory--but nothing more. Anything more--the unquestioning acceptance of situationist theories and the identification of oneself with those theories--is the ideological misappropriation known as situationism. Situationism can be quite the complete survival ideology, a defense against the wear and tear of daily life. And included in the ideology is the spectacular role of being a "situationist," that is, a radical jade and ardent esoteric.

The other body of ideas which bears a great deal of resemblance to revolutionary self-theory is, to use the term broadly, syndicalism. Variants include anarcho-syndicalism, revolutionary syndicalism, and council communism, with anarcho-syndicalism being the most important of the three.

Real self-management is the direct management (without any separate leadership) of social production, distribution, and communication by workers and their communities. The movement for self-management has appeared again and again all over the world in the course of social revolution: Russia in 1905 and 1917-1921; Spain in 1936-1939; Hungary in 1956; Algeria in 1960; Chile in 1972; and Portugal in 1975. The form of organization most often created in the practice of self-management has been workers' councils: sovereign assemblies of producers and neighbors that elect delegates to coordinate their activities. The delegates are not representatives, but carry out decisions already made by their assemblies. Delegates can be recalled at any time should the general assembly feel that its decisions are not being rigorously carried out. Partisans of all of the above-mentioned forms of syndicalism advocate such practices.

The great virtues of syndicalism are, first, that it seeks to destroy all coercive authority as well as the commodity (i.e., capitalist) economy. Second, it does provide a practical means of "getting from here to there." And third, it recognizes that the one essential function of social organization is to provide the economic base-production and distribution of goods and services-upon which all else rests. Syndicalism recognizes that this is the one area in which extensive organization (of the libertarian type described above) is needed, and that it's best to leave all other areas of life as free as possible from organizational influence. Virtually all critics of syndicalism, including the original author(s) of this pamphiet, miss this essential point. (It's certainly true that a thorough critique of all types of domination and mystification is necessary to social transformation, but one need only glance at the better syndicalist publications to see that at least some syndicalists are making such a critique.) Given the destruction of coercive authority (one of syndicalism's central goals) and adequate advance preparation (i.e., demystification), it would be absurd not to expect an explosion of creativity in all areas of life-- art, music, writing, architecture, family relations, sexual relations, community structure, etc., etc.

There are, however, two great dangers in syndicalism. The first is that many syndicalists develop tunnel vision: they become so obsessed with labor struggles and self-managed economic schemes that they not only fail to analyze non-workplace-related forms of domination and mystification, but they often act as if such problems do not even exist. Thus, if this syndicalist tendency would succeed in its aims, it could well help to produce a self-managed society in which other-than-economic forms of domination and mystification still exert their baleful influences--for example, it's easy to envisage a worker-controlled economic system which coexists with religious mystification, homophobia, and sexism. This would be contrary to anarchist principles, but many syndicalists are syndicalists first and anarchists (or "antiauthoritarians") second, which is more than a bit like the tail wagging the dog.

The second danger is related to the first: syndicalists sometimes forget that syndicalist organizations are just a means to an end. They sometimes develop a bad case of organizational fetishism; this can be termed "organizationitis"--an intellectual hallucination in which means and ends are reversed, in which the syndicalist organization is perceived as an end in itself, as being more important than its goal (the free society). Sadly, in some cases that goal seems to be entirely forgotten. And, even more sadly, "organizationitis" sometimes--but not inevitably-- leads to an even worse disease, bureaucratization.

But these are not condemnations of syndicalist theory; they simply show that even the best theory is, in itself, no guarantee that its holders will always act in accord with its principles or will develop insights which go beyond those contained in the theory. This isn't terribly surprising. We all live in the world of commodity capitalism, and it would be shocking if we weren't burdened to a greater or lesser degree with the character traits such a life engenders; and it would be equally shocking if these character traits didn't cause problems in syndicalist organizations --indeed, in organizations of any type, including the most informal.

Relativity by M.C. Escher

Still, the situation is far from hopeless. A high degree of personal awareness among participants can reduce the dangers of organizationitis and bureaucratization. As well, there are many procedural devices which are very effective at reducing such problems; these include decentralization, mandatory rotation of offices, term limitations, strict delimitation of responsibilities, and immediate recallability. With such safeguards, participation in common projects of self-liberation is more than feasible; it's desirable.

The world can only be turned right side up by the conscious collective activity of those who construct a theory of why it is upside down. Spontaneous rebellion alone is not sufficient. Without adequate advance preparation, the old world will simply reappear after any rebellion, embedded as it is in the psyches of the fabled "people." An authentic revolution can only occur if there is a coherent and practical mass movement of self-conscious individuals in which all of the mystifications of the past are being consciously swept away.


Notes

This essay was originally published in the United States in 1975 by The Spectacle under the title "Self-Theory: the pleasure of thinking for yourself." An extensively revised edition was published in London in 1985 by Spectacular Times under the title "Revolutionary self-help: a beginner's manual," and it has appeared twice since then in American periodicals under the title "Revolutionary Self-Theory"; in 1989 it was published in a slightly revised edition by OVO, and in 1992 in a further revised edition by No Longer Silent (NLS). This edition is an extensively rewritten and somewhat expanded version of the text which appeared in NLS.

As the editor of No Longer Silent commented, "...at this point it's fair to say that 'RST' has been penned by multiple authors, which is as it should be. Hopefully this trend will continue as future editions of this text appear. After all, the propaganda, literature, and so forth that we produce should not be considered as immutable tomes, determining the language and boundaries within which we are expected to interpret our experiences, but rather as fluid and alterable, reflecting our experience of reality as we are."

This is entirely in keeping with the sentiments of the previous authors/editors who stated, "...the ideological supermarket--like any supermarket--is fit only for looting. It is more productive for us if we move along the shelves, rip open the packets, take out what looks authentic and useful, and dump the rest."

In fact, that is exactly the approach which I've taken while editing this text: I've retained those portions which were useful and insightful, but I've also jettisoned a lot of waste material, including almost all of the marxist/situationist jargon plus a number of statements (particularly in the concluding section) which were factually incorrect or simply missed the point; as well, I've cleaned up the text by eliminating a number of non sequiturs and hopelessly fuzzy statements and by using terms (e.g., "ideology") in a more precise manner than in the previous editions of this work. What I've done, essentially, is to take a situationist tract and translate it into plain English.

I've also introduced a certain amount of new material which contradicts some of what I've deleted. Thus, it's quite possible-in fact quite probable-that the authors/editors of the previous versions of this essay would take strong exception to some of the changes I've made. While I regret that my alterations and additions may upset the original author(s), the point of this pamphlet is to get people to think for themselves; and I believe that the changes I've made increase the effectiveness of the pamphlet in that regard.

But despite the changes in this edition, the central thesis of this essay remains unchanged: that all genuine revolutionary impulses and activities stem directly from the desires of individuals, not from any ideologically imposed sense of "duty" with its attendant guilt, self-sacrifice, and self-deadening "shoulds."

As the previous authors/editors of this pamphlet have chosen to remain anonymous (or pseudonymous), the editor of this edition shall likewise remain so.

This text is not copyrighted. Please feel free to reproduce it.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

«Όλοι μαζί αδέλφια». Γράμμα από έναν πολεμιστή του ’40


Γράμμα από έναν πολεμιστή του 40*


Ένα γράμμα - μία μαρτυρία. Κάτι πιο πολυσήμαντο: Μια κραυγή εκ βαθέων, που προκαλεί ρίγος και δέος, γιατί προέρχεται από έναν αγωνιστή που έχει το δικαίωμα να κραυγάζει.

Του το δίνουν τα τρία τραύματα από το μέτωπο, τού το δίνει η πολεμική του αναπηρία.Ένα γράμμα, λοιπόν, κραυγή, πάνω και πέρα από τον χρόνο και την ευτέλεια των καιρικών πολιτικών παθών.

Το έφερε στο γραφείο μου, ώριμος πια από τα χρόνια, με κάτασπρα τα μαλλιά και σκαμμένο το πρόσωπο, παλιός πολεμιστής στο μέτωπο του ';40. Σεμνός, όπως όλοι οι πραγματικοί ήρωες, ήρεμος και πράος, χωρίς να κάνει χρήση των τίτλων του, χωρίς ν'; αναφερθεί στους αγώνες, στο μέτωπο και την αντίσταση που τού χάρισαν πολλά μετάλλια, μεγαλόσταυρους, τρία τραύματα και μια βαρειά αναπηρία, άφησε το γράμμα λέγοντας απλά:

-Αν νομίζετε ότι παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, το δημοσιεύετε...

Κι έφυγε...

Ένας συνάδελφος που έτυχε να τον ξέρει είπε:

Ήταν ένας αληθινός ήρωας... Παλικάρι πραγματικό! Και στο αλβανικό μέτωπο και στην Αντίσταση, στα πικρά χρόνια της κατοχής.


Διάβασα με συγκίνηση το γράμμα του με παραλήπτη «ένα νέο άνθρωπο», τον οποιοδήποτε νέο άνθρωπο, που ζει σ'; ένα δικό του κόσμο, «κατασκευασμένο» από χάρτινα λόγια και ψευδαισθήσεις, που δεν ξέρει (ή δεν τον έμαθαν) την βαθύτερη σημασία της Ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που καταμοιράζεται σε ίσο βάρος ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.

Αλλά το γράμμα, που το είχα παρουσιάσει όταν, πριν από μία περίπου δεκαετία το έλαβα, είναι τόσο εύγλωττο από μόνο του, που δεν χρειάζεται κανένα σχολιασμό.


(Στην φωτογραφία φαίνεται μία Καινή Διαθήκη από αυτές που έδιναν στους φαντάρους μας πριν πάνε στο Μέτωπο το' 40. Από το Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου)


Λέει, λοιπόν, το γράμμα:


«Νέε μου φίλε,

Δεν έτυχε να με ξέρεις, ενώ εγώ είχα τη χαρά να σε συναντήσω πολλές φορές: Στα Πανεπιστήμια, στα γήπεδα, στους δρόμους, στην Αθήνα ή στην επαρχιακή πόλη που ζεις.

Το όνομά σου δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ούτε ο τόπος της καταγωγής σου, μπορεί να είσαι από την Αθήνα ή να κατάγεσαι από κάποιο χωριό... Το αντιπροσωπευτικό σου γνώρισμα είναι τα νιάτα σου. Σε αυτά απευθύνομαι και στη φλόγα των ματιών σου, που κλείνει τα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τη λαχτάρα σου να πετύχεις στο πανεπιστήμιο ή στη δουλειά που διάλεξες. Αυτή η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο νόμιμη, είναι ό,τι πιο ωραίο κλείνεις μέσα σου, γιατί σου δίνει την δύναμη να αγωνίζεσαι και να μην λυγίζεις στην πρώτη δυσκολία.

Σε σένα, λοιπόν, άγνωστε φίλε, στέλνω αυτό το γράμμα με κάποιο δικαίωμα που μού παραχωρούν η ηλικία και η πείρα μου. Θα τολμούσα να πω και οι αγώνες μου, αλλά δεν πιστεύω ότι έκανα τίποτα περισσότερο από το καθήκον, που φλόγιζε τα μεθυσμένα νιάτα μου σαν ξεκινούσαν για το μέτωπο, με το όραμα της νίκης ενάντια στη βία, τον ολοκληρωτισμό και την ανελευθερία.

Α, νέε μου, να μπορούσες έστω και λίγο να ζούσες την έξαρση και την παλλαϊκή συμμετοχή εκείνης της εθνικής μέθης. Όλοι μας, εμείς που ξεκινούσαμε για το μέτωπο κι οι άλλοι που θα έμεναν στα μετόπισθεν, όλοι μας, ο ανώνυμος ψυχωμένος λαός και οι επώνυμοι ανώτεροι αξιωματούχοι, άνθρωποι των γραμμάτων και επιστήμονες, απλές αγράμματες γυναικούλες, νέοι και γέροι, όπου και αν βρισκόμαστε, όπου και αν ζούσαμε, όποια δουλειά κι αν κάναμε, είχαμε γίνει μία ενιαία εθνική ψυχή. Δεν μας χώριζαν διαφορές, δεν μας δηλητηρίαζαν πολιτικά μίση, δεν μας διαιρούσαν τάξεις, ιδέες, φρονήματα. Είμαστε το Γένος ενιαίο και αδιαίρετο, που έπρεπε να πολεμήσουμε για την ελευθερία, που μας χάρισαν με αίμα και θυσίες οι πρόγονοι και που εμείς είχαμε απαράβατο χρέος, πάλι με αίμα και θυσίες να την διαφυλάξουμε, για να την κληρονομήσουμε σαν ιερή επιταγή και παρακαταθήκη στα παιδιά και στα εγγόνια μας.

Θα έφταναν εκείνες και μόνο οι στιγμές, οι φορτισμένες με ιδανικά και οραματισμούς για το Γένος, για να καταξιώσουν ολόκληρη την ιστορική μας διαδρομή, τριών χιλιετηρίδων.

Δεν πολεμούσαμε έναν επώνυμο και συγκεκριμένο εχθρό. Πολεμούσαμε την ανώνυμη και πολυπρόσωπη βία, πολεμούσαμε το ολοκληρωτισμό και την μισαλλοδοξία. Και δώσαμε εμείς οι μικροί και ανίσχυροι στην πανίσχυρη Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο το ύψιστο ηθικό μάθημα που το εκφράζει τόσο επιγραμματικά στον στίχο του ο ποιητής ότι «θέλει αρετή και τόλμην η ελευθερία».

Ματώσαμε, πληγωθήκαμε, δοκιμαστήκαμε σκληρά αντιμετωπίζοντας τις πολυάριθμες σιδερένιες δυνάμεις του Άξονα αλλά δεν λυγίσαμε. Με το κεφάλι ψηλά στο μέτωπο, με το κεφάλι ψηλά στα μετόπισθεν κι έπειτα με το κεφάλι ψηλά στην αντίσταση.

Το ξέρω, νέε μου φίλε, πως όλα αυτά σου φαίνονται κάπως υπερβολικά.

Κι ίσως μέσα σου διατυπώνεις την σκέψη ότι είναι «εκτός εποχής».

Η εποχή δεν στέκεται πια σαυτές τις ιδέες που φαίνονται κάπως ξεπερασμένες! Άλλοι οι στόχοι των ανθρώπων, άλλες οι επιδιώξεις τους: μία καλύτερη και πιο άνετη ζωή, η εύκολη επιτυχία, πληρωμένη με οποιοδήποτε τίμημα. Ο κατασκευασμένος ευδαιμονισμός. Κι ακόμη, τα τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους. Τα πολλαπλά χαλύβδινα τείχη που έχουν στηθεί ανάμεσά τους από τους καιροσκόπους και τους χαμαιλέοντες. Η αδίστακτη κομματικοποίηση που έχει εισχωρήσει παντού, ακόμη και μέσα στην οικογένεια. Από την μια όχθη του ποταμού ο πατέρας, από την αντίθετη ο γιος, κι ανάμεσά τους ποτάμι αδιάβατο το πολιτικό πάθος.

Σε είδα, νέε μου φίλε, αρκετές φορές να φανατίζεσαι με έξαλλο πάθος για την μια ή την άλλη παράταξη και να ξοδεύεις τον πολύτιμο δημιουργικό σου χρόνο χωρίς νόημα και σκοπό για να υποστηρίξεις τις θέσεις σου. Κι οι θέσεις αυτές δεν ξεκινούσαν από μία βαθύτερη πίστη σε μιαν ιδέα που είχες συνειδητοποιήσει και αγωνιζόσουν δίκαια γι'; αυτήν, αλλά από την επιπόλαιη επίδραση του άλλου που σε έβλεπε σαν όργανό του.

Κι όμως η ζωή είναι γεμάτη ακόμη από ενδιαφέροντα, από στόχους, από ιδανικά. Δεν έχει αδειάσει, όπως θέλουν να νομίζουν κάποιοι, δεν έλειψαν εντελώς οι γέφυρες επικοινωνίας. Στο χέρι σου είναι να τις στεριώσεις για να μπορείς να δεις τον συνάνθρωπο όχι σαν αντίπαλο για αναμέτρηση, αλλά σαν φίλο για συνεργασία... νέε μου άγνωστε φίλε.

Από εκείνη την Μεγάλη Ώρα του40 έχουν περάσει 42 χρόνια... Είμαστε άλκιμοι νέοι τότε όταν χυνόμαστε ασυγκράτητοι στον αγώνα της Λευτεριάς και τώρα κυρτώσαμε, γεράσαμε, ζούμε στο περιθώριο της ζωής. Τώρα είναι ο δικός σας κλήρος, η δική σας σειρά. Ο τόπος περιμένει από σας! Οι άνθρωποι περιμένουν από σας! Μεγάλο το χρέος, μεγαλύτερη ακόμη η χαρά.

Λέγαμε όταν κινούσαμε για το Μέτωπο: -Όλοι μαζί αδέλφια, για την Λευτεριά μας!

Κι αυτές οι απλές λέξεις, αυτό το «όλοι μαζί αδέλφια», ήταν βίωμα, σκοπός και αποστολή.

Όλοι μαζί αδέλφια! Όπου μας λάχαινε ο κλήρος... Σε κάποιαν απρόσιτη βουνοκορφή της Πίνδου ή στα μετόπισθεν που κι αυτά πολεμούσαν για τους ίδιους σκοπούς και με την ίδια μέθη.

Α, εκείνες οι ώρες!... Εκείνες οι μέρες, οι φορτισμένες από πίστη και αγώνα! Είναι πια Ιστορία αλλά και ζωντανή μνήμη για μας που ακόμη τις κλείνουμε μέσα μας με την ίδια συγκίνηση και με την ίδια αγωνιστική διάθεση, όπως τότε.

Ζήτησε, νέε μου, να γνωρίσεις μέσα από κείμενα και μαρτυρίες αυτές τις μεγάλες ώρες του 40, αυτό το νεώτερο έπος του Γένους. Μέθυσε από τη μέθη τους, πάρε δύναμη από την πίστη τους. Για να μπορείς ολοκληρωτικά και απόλυτα να κατανοήσεις τη βαθειά, την καίρια και τελεσίδικη σημασία της κραυγής:

-Όλοι μαζί αδέλφια!...

Και όχι μόνο στην μεγάλη ώρα του Πολέμου αλλά και στην μεγάλη ώρα της Ειρήνης! Που χρειάζεται κι αυτή μέθη, αγώνα κι αγρυπνία.


Με αγάπη


Ένας παλιός πολεμιστής του 40».


Παρουσιάζω με συγκίνηση αυτό το γράμμα, χωρίς κανένα άλλο σχόλιο και το απευθύνω με την ίδια συγκίνηση στον άγνωστο παραλήπτη, ίσως τον προβληματίσει κι ίσως σταθεί στις τελευταίες του γραμμές για τη μεγάλη ώρα της Ειρήνης, που όπως γράφει και ο παλιός πολεμιστής του 40 χρειάζεται κι αυτή μέθη, αγώνα και αγρύπνια. Το τελευταίο πριν από όλα: Αγρύπνια...


*Άρθρο του Νέστορα Μάτσα, συγγραφέα από το περιοδικό «Πεμπτουσία», τεύχος 18. Εγώ το βρήκα ΕΔΩ


http://redskywarning.blogspot.com/

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Κάτι κινεί τα πράγματα και τα κρατάει ζωντανά!


Είναι γνωστό ότι πολλοί εκ των χθεσινών ή σημερινών βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνουν ..άθεοι.
Χθες ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, έστειλε επιστολή προς τον προσωρινό πρόεδρο της Βουλής, για το θέμα του όρκου που προτίθενται να δώσουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατά την σημερινή ορκωμοσία στη Βουλή. Θα ορκιστούν στην ... τιμή και την συνείδησή τους...

Για το ΚΚΕ το θέμα είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες. Αντέγραψε στο θέμα της σχέσης Θεού -κομμουνιστή όλα τα τσιτάτα του Μαρξ και Λένιν. Η αθεΐα και ο διαλεκτικός υλισμός έγινε ο ...νέος Θεός.

Τις θρησκευτικές επιλογές των βουλευτών δεν θα ήθελα να μπω στην διαδικασία να τις κρίνω. Θεωρώ ότι είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο προσωπικό ζήτημα. Απλά θα παραθέσω έναν διάλογο μεταξύ ενός άθεου καθηγητή της φιλοσοφίας και ενός φοιτητή του. Μόνο τον διάλογο. Τίποτα άλλο!

Καθηγητής: Λοιπόν, πιστεύεις στον Θεό; Φοιτητής: Βεβαίως, κύριε.
Καθηγητής.: Είναι καλός ο Θεός; Φοιτητής: Φυσικά.
Καθηγητής.: Είναι ο Θεός παντοδύναμος; Φοιτητής: Ναι.
Καθηγητής: Ο αδερφός μου πέθανε από καρκίνο παρότι παρακαλούσε τον Θεό να τον γιατρέψει και προσευχόταν σε Αυτόν. Οι περισσότεροι από εμάς θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν αυτούς που έχουν την ανάγκη τους. Πού είναι η καλοσύνη του Θεού λοιπόν; Φοιτητής: ......

Καθηγητής
: Δεν μπορείς να απαντήσεις, έτσι δεν είναι; Ας ξαναρχίσουμε, μικρέ μου. Είναι καλός ο Θεός; Φοιτητής: Ναι.
Καθηγητής: Είναι καλός ο διάβολος; Φοιτητής: Όχι.
Καθηγητής: Ποιος δημιούργησε τον διάβολο; Φοιτητής: Ο... Θεός...
Καθηγητής: Σωστά. Πες μου, παιδί μου, υπάρχει κακό σ' αυτόν τον κόσμο; Φοιτητής: Ναι.
Καθηγητής: Το κακό βρίσκεται παντού, έτσι δεν είναι; Και ο Θεός έπλασε τα πάντα, σωστά; Φοιτητής: Ναι.
Καθηγητής: Άρα λοιπόν, ποιος δημιούργησε το κακό; Φοιτητής: .....
Καθηγητής: Υπάρχουν αρρώστιες; Ανηθικότητα; Μίσος; Ασχήμια; Όλα αυτά τα τρομερά στοιχεία υπάρχουν σ' αυτόν τον κόσμο, έτσι δεν είναι; Φοιτητής: Μάλιστα.
Καθηγητής: Λοιπόν, ποιος τα δημιούργησε; Φοιτητής: ......

Καθηγητής
: Η επιστήμη λέει ότι χρησιμοποιείς τις 5 αισθήσεις σου για να αναγνωρίζεις το περιβάλλον γύρω σου και να προσαρμόζεσαι σε αυτό. Πες μου, παιδί μου, έχεις δει ποτέ τον Θεό; Φοιτητής: Όχι, κύριε.
Καθηγητής: Έχεις ποτέ αγγίξει το Θεό; Έχεις ποτέ γευτεί το Θεό, μυρίσει το Θεό σου; Και, τέλος πάντων, έχεις ποτέ αντιληφθεί με κάποια από τις αισθήσεις σου το Θεό; Φοιτητής: ...Όχι, κύριε. Φοβάμαι πως όχι.
Καθηγητής: Και παρόλα αυτά πιστεύεις ακόμα σε Αυτόν; Φοιτητής: Ναι.
Καθηγητής: Σύμφωνα με εμπειρικό, ελεγχόμενο και με δυνατότητα μελέτης των αποτελεσμάτων ενός φαινομένου πρωτόκολλο, η επιστήμη υποστηρίζει ότι ο Θεός σου δεν υπάρχει. Τι έχεις να απαντήσεις σε αυτό, παιδί μου; Φοιτητής: Τίποτα. Εγώ έχω μόνο την πίστη μου.
Καθηγητής: Ναι, η πίστη. Και αυτό είναι το πρόβλημα της επιστήμης.

Φοιτητής
: Καθηγητά, υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε θερμότητα; Καθηγητής: Ναι.
Φοιτητής: Και υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε κρύο; Καθηγητής: Ναι.
Φοιτητής: Όχι, κύριε. Δεν υπάρχει. Μπορεί να έχεις μεγάλη θερμότητα, ακόμα περισσότερη θερμότητα, υπερθερμότητα, καύσωνα, λίγη θερμότητα ή καθόλου θερμότητα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται κρύο. Μπορεί να χτυπήσουμε 458 βαθμούς υπό το μηδέν, που σημαίνει καθόλου θερμότητα, αλλά δεν μπορούμε να πάμε πιο κάτω από αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται "κρύο".
"Κρύο" είναι μόνο μια λέξη, που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την απουσία θερμότητας. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε το κρύο. Η θερμότητα είναι ενέργεια. Το κρύο δεν είναι το αντίθετο της θερμότητας, κύριε, είναι απλά η απουσία της.

Στην αίθουσα επικρατεί σιγή...
Φοιτητής: Σκεφτείτε το σκοτάδι, καθηγητά. Υπάρχει κάτι που να ονομάζουμε σκοτάδι; Καθηγητής: Ναι, τι είναι η νύχτα αν δεν υπάρχει σκοτάδι;
Φοιτητής: Κάνετε και πάλι λάθος, κύριε καθηγητά. Το "σκοτάδι" είναι η απουσία κάποιου άλλου παράγοντα. Μπορεί να έχεις λιγοστό φως, κανονικό φως, λαμπερό φως, εκτυφλωτικό φως...
Αλλά, όταν δεν έχεις φως, δεν έχεις τίποτα και αυτό το ονομάζουμε σκοτάδι, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα το σκοτάδι απλά δεν υπάρχει. Αν υπήρχε θα μπορούσες να κάνεις το σκοτάδι σκοτεινότερο.

Καθηγητής
: Πού θέλεις να καταλήξεις με όλα αυτά, νεαρέ; Φοιτητής: Κύριε, ότι η φιλοσοφική σας σκέψη είναι ελαττωματική.
Καθηγητής: Ελαττωματική!; Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί;
Φοιτητής.: Καθηγητά, σκέφτεστε μέσα στα όρια της δυαδικότητας. Υποστηρίζετε ότι υπάρχει η ζωή και μετά υπάρχει και ο θάνατος, ένας καλός Θεός και ένας κακός Θεός. Βλέπετε την έννοια του Θεού σαν κάτι τελικό, κάτι που μπορεί να μετρηθεί.
Κύριε, η επιστήμη δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε κάτι τόσο απλό όπως τη σκέψη. Χρησιμοποιεί την ηλεκτρική και μαγνητική ενέργεια, αλλά δεν έχει δει ποτέ, πόσο μάλλον να καταλάβει απόλυτα αυτήν την ενέργεια.
Το να βλέπεις το θάνατο σαν το αντίθετο της ζωής είναι σαν να αγνοείς το γεγονός ότι ο θάνατος δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομος. Ο θάνατος δεν είναι το αντίθετο της ζωής: είναι απλά η απουσία της.
Τώρα πείτε μου, καθηγητά, διδάσκετε στους φοιτητές σας ότι εξελίχτηκαν από μια μαϊμού; Καθηγητής: Εάν αναφέρεσαι στη φυσική εξελικτική πορεία, τότε ναι, και βέβαια.

Φοιτητής
: Έχετε ποτέ παρακολουθήσει με τα μάτια σας την εξέλιξη; Καθηγητής: ...
Φοιτητής: Εφόσον κανένας δεν παρακολούθησε ποτέ τη διαδικασία εξέλιξης επιτόπου και κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι αυτή η διαδικασία δεν σταματά ποτέ, τότε διδάσκετε την προσωπική σας άποψη επί του θέματος. Τότε μήπως δεν είστε επιστήμονας, αλλά ...απλά ένας κήρυκας; Καθηγητής: ...

Φοιτητής
: Υπάρχει κάποιος στην τάξη που να έχει δει τον εγκέφαλο του καθηγητή; Που να έχει ακούσει ή νιώσει ή ακουμπήσει ή μυρίσει τον εγκέφαλο του καθηγητή; Κανένας!
Άρα, σύμφωνα με τους κανόνες του εμπειρικού, ελεγχόμενου και με δυνατότητα προβολής πρωτοκόλλου, η επιστήμη ισχυρίζεται ότι ....δεν έχετε εγκέφαλο, κύριε.
Και αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε, με όλο τον σεβασμό, πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτά που διδάσκετε, κύριε; Καθηγητής: Μου φαίνεται ότι απλά θα πρέπει να στηριχτείς στην πίστη σου, παιδί μου.

Φοιτητής
: Αυτό είναι, κύριε... Ο σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού είναι η ΠΙΣΤΗ. Αυτή είναι που κινεί τα πράγματα και τα κρατάει ζωντανά.

Αυτός ο νεαρός φοιτητής ήταν ο ALBERT EINSTEIN...

http://politis-gr.blogspot.com/

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

paSOKaisaras



αισθάνομαι περήφανος που με αξίωσε ο Θεός να είμαι Έλληνας και Χριστιανός και που συμμετείχα στην πολεμική επιχείρηση στα Ιμια,

ΙΜΙΑ : Zώσα προσωπικη βιωματική μαρτυρία περί του «θερμού επεισοδίου» στα Ιμια τον Ιανουαριο του 1996

Του Μαρίνου Ριτσούδη
Απόστρατου Μάχιμου Υποπλοίαρχου
ΣΝΔ τάξεως 1990
"Μου ζητήθηκε να εκφράσω τα προσωπικά βιώματα, τη ψυχική φόρτιση και τη συναισθηματική έκρηξη, «το κροτάλισμα της καρδιάς των Ελλήνων ανδρών του Π.Ν.» που έζησα εμπλεκόμενος ή μάλλον μαχόμενος κατά την διάρκεια του «θερμού επεισοδίου»· ως Έλληνας Μάχιμος Αξιωματικός του Π.Ν. στο νεοαποκτηθέν Α/Γ ΣΑΜΟΣ και ταυτόχρονα υπερασπιστής της Πατρίδος μας και της Σημαίας μας στα Ιμια το 1996. Δημοσιεύματα υπήρξανε πάρα πολλά με αναφορά και ενδελεχή ανάλυση στις τακτικές και στα σχέδια, αλλά και στις πολιτικές ευθύνες και στις προεκτάσεις, στα παρασκηνιακά πολιτικά «παιχνίδια» και στο ρόλο που παίξανε οι «σύμμαχοί μας». Πέραν αυτού όμως υπήρξε ελάχιστη η αναφορά στο ηθικό φρόνιμα των ανδρών που λάβανε μέρος, στην ψυχική δοκιμασία, στην εναλλαγή συναισθημάτων που κυριάρχησε και τούτο αποτελεί παράλειψη αναφοράς, μπορεί και αδικία για όλους τους Έλληνες, που ζήσανε έστω και με την σκέψη τους και την προσευχή τους την αγωνία, για την έκβαση, για την ντροπή και τον αποτροπιασμό, για την προδοσία και τον φόρο τιμής των Εθνομαρτύρων πεσόντων χειριστών του Ε/Π Π.Ν. 21. Αυτή η βιωματική αγωνία με την ένταση, τη σκέψη και την προσευχή, μάς έκανε κοινωνούς ...της παλαιάς λεβέντικης Ελλάδας, των Γιγάντων Εθνομαρτύρων μας, που θυσιάστηκαν για τα «Ιερά και τα Όσιά μας» για την Ελευθερία και το ξέπλυμα της ντροπής και της σκλαβιάς, για την νίκη του θανάτου και την Ανάσταση.


Πολλά θαυμαστά γεγονότα λάβανε χώρα τις ημέρες εκείνες, απίστευτα για τα μάτια τα δικά μας, αλλά ακόμη περισσότερο απίστευτα και για τα αυτιά εκείνων που ζητήσανε αργότερα να μοιραστούν τις εμπειρίες μας, τις εντυπώσεις μας, τις αγωνίες μας. Άξιον Θαυμασμού αποτελεί σήμερα στις μέρες μας να βλέπουμε στιγμές μεγάλης λεβεντιάς, ζηλευτής ρωμιοσύνης και παλικαριάς, τέτοιες που ούτε στα πιό αισιόδοξα όνειρα των αγαπόντων την Πατρίδα ονειροπόλων Ελλήνων, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν· εκείνων που απογοητεύονται για την «κατάντια του νεοέλλ! ηνα της καφετέριας και της τεμπελιάς». Άξιον θαυμασμού και συγκινήσεως βλέποντας το βράδυ εκείνο της έντασης, τα φορτηγά του Ν.Σ., ολονύκτια να πηγαινοέρχονται στο Ναύσταθμο με βοή και ταχύτητα, χωρίς φρένα η και χωρίς φώτα, γεμάτα πυρομαχικά η και καύσιμα από τους ναύτες του Ν.Σ. -που άλλοτε τεμπελιάζανε και άλλοτε κοιμόντουσαν στις βάρδιες η και την κοπανούσανε ακόμη,- με σβελτάδα, επιδεξιότητα και άκαμπτο φρόνημα κούρασης ψυχής και σώματος. Διαταχθήκανε να μεταφέρουν ολονύκτια πυρομαχικά, υλικά και καύσιμα για την ανάληψη πλήρης επιχειρησιακής ετοιμότητας απόπλου της φρεγάτας ΑΙΓΑΙΟΝ που διέκόψε τις εργασίες επισκευής ΠΕΑΚ για να αποπλεύσει στις 0300 την 31 ΙΑΝ 1996, «ανοίγοντας» τα σχέδια επιχειρήσεων που είχαν διαταχθεί και να ενσωματωθεί στή θέση «ακροβολισμού». Άξιον Θαυμασμού αποτελεί το γεγονός ότι παρά την απειλή του πολέμου οι άνδρες Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί, και στρατευμένοι, κατόπιν πολεμικής ανακλήσεως επιστρέφανε στα πλοία του στόλου, όσο γρηγορότερα μπορούσαν, με οποιοδήποτε μέσον, άλλοι δακρυσμένοι και άλλοι χαρούμενοι, προφέροντας στα χείλη τους και στην καρδιά τους το «πόλεμος, πόλεμος, θα τους τσακίσουμε…» και βέβαια όχι από μίσος ούτε από εκδικητικότητα, αλλά από αγανάκτηση και ενθουσιασμό, από περηφάνια και λεβεντιά, γιατί ο Έλληνας δεν θέλει να αδικεί, αλλά δεν επιτρέπει και την αδικία, ούτε για σπιθαμή γής αλλά ούτε και για απομακρυσμένο άγονο κατσάβραχο της θάλασσας. Το θαυμαστό είναι ότι κανείς δεν απουσίασε, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, κανείς δεν δείλιασε, αλλά πληροφορήθηκα ακόμη ότι και κάποιοι που είχανε αναρρωτική άδεια για διάφορες ελαφρές ασθένειες, δώσανε το πολεμικό παρόν στο πολεμικό σάλπισμα, και προκαλέσανε τον θαυμασμό και τη ρίγη συγκινήσεως των ανωτέρων τους. Άλλοι πάλι διακόψανε από μόνοι τους τις κανονικές άδειές τους και επιστρέφανε στην υπηρεσία τους από τον τόπο των διακοπών τους, πρίν ακόμη φτάσει η διαταγή της ανάκλησής τους. Τούτη η πύρωση της καρδιάς και η ανάφλεξη της λεβεντιάς, δεν οφείλονταν σε έκρηξη παρορμιτισμού η και άγονου επιφανειακού ενθουσιασμού, αλλά στην χρόνια θρασύδειλη τακτική παραβιάσεων και ενοχλήσεων των Τούρκων στο Αιγαίο, είτε με σκάφη θαλασσίων ερευνών, είτε με ακταιωρούς, είτε με τους θρασύδειλους ψαράδες τους, αλλά και με τα μαχητικά τους ακόμη τα οποία τα ζούσαμε χρόνια «στο πετσί μας», με αγανάκτηση και αποστροφή και δεν τα ανεχόμαστε, διότι για μας είναι υποχώρηση και παράδοση Εθνικών δικαιωμάτων και ιδανικών στους Τούρκους· και πάντοτε αναρωτιόμασταν πότε θα έρθει η ώρα, να τους δείξουμε ότι είμαστε άξιοι απόγονοι των εθνομαρτύρων πατέρων μας του Μιαούλη, του Κουντουριώτη, του Κανάρη και όλων των αγνώστων αφανών Ελλήνων ηρώων μας. Διότι θαυμαστή παράδοση ανδρείας και λεβεντιάς κουβαλάμε και δεν είναι τυχαίο γεγονός που κάθε πολεμικό πλοίο, φέρει όνομα λαμπρής ιστορίας, νίκης, θυσίας, πατριωτισμού και ηρωισμού, και τούτο αποτελεί ξεχείλισμα ιστορίας ξεχείλισμα ανδρείας, υπέρβαση λεβεντιάς διότι πάντοτε οι «μια φούχτα Έλληνες» με την Πίστη τους σε Αληθινό Θεό κάνανε το θαύμα, το απίστευτο, το αναπάντεχο, θαύμα μόνο για εκείνους βέβαια που είναι ορθολογιστές και μετράνε τις αξίες και τις δυνάμεις με τα νούμερα και τους εξοπλισμούς και όχι με την παλικαριά το ανδρείο φρόνημα και την ελεύθερη ψυχή που αψηφά, περι! γελά αλλά και κοροϊδεύει και τον ίδιο το θάνατο.

Μετά τον απόπλου των πλοίων και την έξοδό τους από την Ψυτάλλεια, ο Εθνικός μας Ύμνος ηχούσε από τα μεγάφωνα, όπου τον υποδεχόμασταν με ρίγη συγκινήσεως και δάκρυα χαράς και με χαμόγελο στα πρόσωπά μας, αλλά και κάποιοι με σιγανή φωνή και μεγάλη κατάνυξη ψάλανε το «Υπερμάχω Στρατηγό τα νικητήρια…» προς την Προστάτιδα Παναγία μας, που πάντοτε υπερασπιζόταν την Ελλάδα μας. Μετά αυτού πολεμικός συναγερμός στα μεγάφωνα και όλοι στις θέσεις τους με εγρήγορση, με συγκίνηση, με καρδιοχτύπι αλλά και νηφαλιότητα και καθαρό μυαλό, χαμογελαστοί και λεβέντες, επεξεργαζόμασταν όλες τις πληροφορίες και τις εξελίξεις όλες τις υποκλοπές και το εξελισσόμενο σχέδιο δράσης. Το πολεμικό σήμα που «πέρασε» από την Κ-11 του Γ.Ε.Ν. με την ευχή του ΑΓΕΝ και την προσδοκία να φανούμε αντάξιοι της ένδοξης ιστορίας του Π.Ν. καθώς και την ευχή για την Βοήθεια του Θεού στις εξελισσόμενες επιχειρήσεις, μάς έφερε δάκρυα, τρέμουλο στα πόδια, ρίγος πατριωτισμού, λεβεντιά, Χάρη Θεού, αλλά και αγανάκτηση και αποστροφή για το Τούρκικο θράσος. Ήμασταν πλέον σίγουροι ότι πάμε για πόλεμο, γνωρίζαμε ότι γράφαμε ιστορία, αλλά το ηθικό των ανδρών γινόταν ακόμη πιο υψηλό και ακόμη πιό άκαμπτο. Τούτες οι στιγμές ήτανε φοβερές και θαυμαστές διότι ώρες ολόκληρες παραμέναμε πανφυλακή στις θέσεις συναγερμού, ακούραστα χωρίς διόλου ραθυμία και τεμπελιά. Αλλά και οι τεμπέληδες οι ναύτες και οι «κοπανατζήδες του καφέ και του τσιγάρου», οι μέχρι πρότινος αδιάφοροι για τα πολεμικά συστήματα και τις τακτικές πολέμου, παρέδωσαν όλον τον εαυτόν τους ως «θυσία ευάρεστη» ενώπιον Θεού και Έθνους στο πολεμικό κάλεσμα της Πατρίδας μας και με συνοπτικές διαδικασίες ενημερώνονταν στα οποιοδήποτε πόστα τους, είτε πύργο πυροβόλων, είτε Κέντρο Παρακολούθησης Μάχης, είτε Οπτήρες στη Γέφυρα, είτε Μηχανικοί στα Μηχανοστάσια, αλλά και στο Μαγειρείο ακόμη η βάρδια και η προσφορά γινόταν με σβελτάδα, με παλικαριά, με μεγάλη κατάνυξη και Ύμνους προς την Παναγία μας και την Ελλάδα μας. Η γεμάτη ρίγη, ζωηρή, κοφτή, παλικαρίσια αναφορά των στόχων, πρόδιδε τα σκιρτήματα της καρδιάς τους, πρόδιδε την θέλησή τους να βοηθήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν το έργο του πλοίου. Το άξιον θαυμασμού, που μέχρι το επόμενο πρωί, όσα τα πληρώματα σε θέσεις πολεμικού συναγερμού, ήταν με ξηρά τροφή και ακούραστα, παρά την ολονύκτια αγρυπνία και αν για οποιονδήποτε υπήρχε λόγος να «κατέβει για λίγο από το πόστο του για λόγους ανθρώπινης φύσεως», η επαναφορά του ήτανε αστραπιαία και αποφασιστική. Παγερές οι νύχτες εκείνες του χειμώνα, αλλά δεν μας άγγιξε το κρύο, ούτε η αϋπνία, ούτε η πείνα, ούτε η απουσία από τα σπίτια μας, ούτε οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες· παρά μόνο η προδοσία για την υποστολή της σημαίας μας στα Ίμια, η προδοσία για την «λάθος τακτική των Ο.Υ.Κ.» η προδοσία για την παράδοση δικαιωμάτων στους Τούρκους, η προδοσία για τίς αμφισβητούμενες πλέον «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και στις βραχονησίδες· που μπορεί να είναι ακατοίκητες, αλλά όχι αχώριστες από την λαμπρή ιστορία μας, διότι χύθηκε πολύ δάκρυ και πολύ αίμα από τους αδελφούς μας και πατέρες μας Εθνομάρτυρες, για να είναι σήμερα Ελληνικά και Ελεύθερα.
Πληροφορούμασταν από τα τακτικά δίκτυα επικοινωνιών την τακτική κατάσταση και διαπιστώναμε ότι είχαμε το τακτικό πλεονέκτημα αιφνιδιασμού στο Αιγαίο, αφού η βόρεια ομάδα κρούσεως είχε στοχοποιήση την βόρεια ομάδα των Τούρκικων Α/Τ που κινούνταν προς τα Νότια. Μάταια περιμέναμε να δοθεί εντολή από το δίκτυο για βολή των βλημάτων και καταστροφή της βόρειας ομάδας. Εμείς ως ομάδα Α/Γ κινηθήκαμε νότια Ύδρας και περιμέναμε διαταγή για πλεύση, σύμφωνα με το σχέδιο «Ε», για επιβίβαση και μεταφορά πεζοναυτών, σε περιοχή για ανακατάληψη ΝήσοÏ! … από τις Τούρκικες δυνάμεις. Η νότια ομάδα κρούσεως κινήθηκε προς τα Ιμια όπου είχε ανακτήσει πλήρη τακτική εικόνα και πλήρη στοχοποίηση και μετά αυτού, έτοιμοι για βολή βλήματος. Κάποια μικρότερα σκάφη, πυραυλάκατες, κανονιοφόροι, περιπολικά, είχανε αναπτύξει περιπολία γύρω από τα Ιμια επειδή υπήρχε η πληροφορία για πιθανή απόβαση Τούρκων κομάντο στις βραχονησίδες. Μέσα στο κρύο και στη νύχτα, ώρες ατέλειωτες, αγήματα οπλισμένα ναυτών και υπαξιωματικών, παραμένανε με τα παγωμένα G3 και με το χέρι στην σκανδάλη στα ρέλια των πλοίων για οπουδήποτε απαιτηθεί να ρίξουν.

Κάποια στιγμή μέσα στην προχωρημένη νύχτα, και ενώ εκτελούσα καθήκοντα Αξιωματικού Φυλακής Γέφυρας, ο Κυβερνήτης του πλοίου, με πλησίασε ιδιαιτέρως και με σπασμένη, ραγισμένη φωνή, μπορεί και με δάκρυα, -δεν είδα λόγω απουσίας φωτισμού,- μού είπε· «Μαρίνο..…μας πήραν το νησί.....», και χάθηκε από μπροστά μου γρήγορα, βγαίνοντας στην δεξιά βαρδιόλα… προφανώς να μείνει μόνος. Αστραπιαία κρύος ιδρώτας με έλουσε και με διαπέρασε ρίγος σε όλο μου το σώμα, ταυτόχρονα ένα βουβό κλάμα με αναφιλητά, με ανάγκασε να τραβηχτώ προς τα πίσω, στη σκοτεινή γέφυρα του πλοίου για να μην με δούνε, να μην με καταλάβουν. Κάλυψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου και έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα, γοερά και με αναφιλητά. Τα πόδια μου τρεμάμενα, οχι από φόβο αλλά από το πνίξιμο της αγανάκτησης, της αδικίας της κατάντιας και της ντροπής, πώς μέσα από τα χέρια μας, πήραν το νησί... Δεν το είπα σε κανέναν φοβούμενος την «πτώση» του υψηλού ηθικού. Μαθεύτηκε όμως λίγο αργότερα…

Δεν θυμάμαι μετά πόση ώρα με ενημερώσανε για την πτώση του Ε/Π Π.Ν.21 άλλοι λέγανε ότι μας το ρίξανε, άλλοι ατύχημα, όλοι προσπαθούσαμε να καταλάβουμε από την ακρόαση των δικτύων την κατάσταση που επικρατούσε και τις πιθανές εκδοχές. Αισθανόμασταν την ευθύνη και την αγωνία όλων των Ελλήνων στο «πετσί μας», αισθανόμασταν την αγωνία, το καρδιοχτύπι, τα δάκρυα αλλά και το πείσμα και την απογοήτευση· και οι σκέψεις δεν αφήνανε περιθώρια ούτε για χαλάρωση ούτε για ψυχική ξεκούραση.

Κάποια στιγμή κοντά στις πρώτες πρωινές ώρες, δόθηκε απομάκρυνση όλων των αγημάτων από τις βραχονησίδες με την ταυτόχρονη διαταγή για υποστολή της Ένδοξης Ελληνικής Σημαίας από την Ελληνική Βραχονησίδα .Ήταν τόσο απίστευτο το άκουσμα στο δίκτυο, που οι τακτικοί διοικητές και κυβερνήτες πλοίων ζητούσαν ξανά την επιβεβαίωση και την αξιοπιστία της πηγής και της διαταγής από το δίκτυο. Μείναμε άφωνοι, μείναμε εκστατικοί, σαστισμένοι, παγωμένοι, απορημένοι, προδομένοι, ντροπιασμένοι, απίστευτη η εξέλιξη, απίστευτη υποχώρηση και αμφισβήτ! ηση των Ελληνικών αιματοβαμμένων βραχονησίδων. Μονομιάς σκύψαμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, και άκρα σιωπή ξεκίνησε από το φωνητικά δίκτυα και απλώθηκε στις γέφυρες των πλοίων, στα Κ.Π.Μ., στα Καρρέ Αξιωματικών, Υπαξιωματικών, στην τραπεζαρία Πληρώματος. Δεν μας άγγιξε η κούραση της αϋπνίας και μας «τσάκισε» μονομιάς η προδοσία της παράδοσης Ελληνικής γης στους Τούρκους. Δεν μας άγγιξε το ότι πηγαίναμε για πόλεμο, και μας «γκρέμισε» η προδοσία από τους «ηγέτες» μας. Δεν μας άγγιξε η παγωνιά της νύχτας και η υπερένταση και μας «ισοπέδωσε» μονομιάς η προδοσία της υποστολής της Ένδοξης Ελληνικής Σημαίας. Αστραπιαία, ασήκωτο βάρος πλάκωσε τις ψυχές μας, τις καρδιές, τις συνειδήσεις μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά και έντονα το ξημέρωμα εκείνης της ημέρας· ήτανε έντονα γκρίζο, βαθύ νεφελώδες, χωρίς ήλιο, η θλίψη απλωνότανε παντού στη φύση, στα δέντρα στα πουλιά. Όλοι οι άνδρες του Π.Ν. ήμασταν σκυθρωποί, αμίλητοι, μελαγχολικοί, ντροπιασμένοι, ήτανε μία Μεγάλη Παρασκευή του Έθνους και της Ιστορίας μας. Ήμασταν σταυρωμένοι και εγκλωβισμένοι στην προδοσία. Δεν σκεφτόμασταν ποίοι φταίνε, ποι! οι μας «πουλήσανε», παρά μόνο την ντροπή και την αγανάκτηση. Καμαρώναμε στο παρελθόν ότι το Π.Ν. δεν είχε ποτέ υποστείλει την Ένδοξη Σημαία του, αλλά το πράξαμε τότε. Αισθανόμασταν ότι προδώσαμε την Ελλάδα, το Έθνος μας τους Ήρωες εθνομάρτυρές μας.

Μετά τόσα χρόνια έχοντας καταλαγιάσει τα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι εντάσεις, αισθάνομαι περήφανος που με αξίωσε ο Θεός να είμαι Έλληνας και Χριστιανός και που συμμετείχα στην πολεμική επιχείρηση στα Ιμια, όπου ήμασταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε την Πατρίδα μας. Εκείνα τα «σπασίματα της καρδιάς μας» αποδειχθήκανε κατά πολύ ανώτερα από όλη τη χλιδή του κόσμου τούτου, διότι υπηρετήσαμε ύψιστα, αθάνατα, αιώνια ιδανικά και ιδεώδη Αληθούς Πίστεως, Πατρίδος, παραδόσεως και λαμπρής ιστορίας. Εκείνα τα «σπασίματα της καρδιάς μας» της νύχτας εκείνης, μας κάνανε ανδρειότερους, γενναιότερους, δυνατότερους, ανίκητους, πιο ελεύθερους, πιο τολμηρούς, να αψηφούμε το θάνατο και να χαιρόμαστε την Ζωή. Αντιληφθήκαμε την ΑΞΙΑ της «ισχύς εν τη ενώσει» και ακόμα σε τέτοιες στιγμές παραμερίζονται τα ανθρώπινα πάθη, οι μεταξύ μας έχθρες και αντιπάθειες και γινόμαστε γροθιά μπρος στην Τούρκικη θρασυδειλία. Ήμασταν έτοιμη για τόν υπέρτατο σκοπό της ύπαρξής μας, δηλαδή της θυσίας τής ζωή μας, για τις οικογένειές μας, για τις οικογένειες όλων των Ελλήνων, για «τα ιερά και τα όσιά μας» ! και για τούτο θεωρούμαστε «τῃ προαίρεση Εθνομάρτυρες», εφόσον κρινόμαστε σύμφωνα με την προαίρεση της καρδιάς μας και όχι σύμφωνα με την έκβαση της πράξεως. Αισθάνομαι περήφανος που ο Θεός μού έδωσε τις αληθινές αξίες του Έλληνα, Αληθινή Πίστη, αξιοπρέπεια και συνείδηση, επίγνωση της αποστολής μου και ανδρείο φρόνημα, ακεραιότητα ήθους και αξιοπρέπεια, αθάνατες αξίες «θρεμμένες με το αντρειωμένο γάλα της παράδοσης και της ανδρειοσύνης»Κόντογλου που μας καθιστούν μοναδικούς στον κόσμο για την λεβεντιά μας και τον ηρωισμό μας. Αισθάνομαι περήφανος που μέσα από την υπηρεσία μου στην Πατρίδα μου, γνώρισα ότι η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στην οικονομική επιφάνεια, στους τίτλους ευγενείας και στο αξίωμα, αλλά στο ήθος στην ακεραιότητα χαρακτήρα και στην λεβεντιά, βασικά και παραδοσιακά χαρακτηριστικά των προγόνων μας των Ελλήνων, σε εκείνους που χαρακτηριστήκανε ήρωες και που πολεμήσανε και υποτάξανε τον θαυμασμό και την παραδοχή όλου του κόσμου. Δικαίως ο Πρωθυπουργός UΚ Τsortsil όρισε ότι ¨οι ήρωες πολεμούν σαν τους Έλληνες¨. Τέλος αισθάνομαι περήφανος που κατάλαβα ότι πολλοί ήταν εκείνοι οι μορφωμένοι ηγέτες που προδώσανε όλα τα ιδανικά τους για προσωπικές φιλοδοξίες και κακές σκοπιμότητες και καταντήσανε να ξεφτιλίζονται, να κατακρίνονται και να κολάζονται αιώνια στις συνειδήσεις του κόσμου και στην ιστορία. Πολλοί ήταν και εκείνοι οι αγράμματοι ανώνυμοι, που με την λεβεντιά τους και την αυτοθυσία τους, λαμπρύνανε το Έθνος μας στους απελευθερωτικούς αγώνες και μας χαρίσανε την σημερινή ελεύθερη Ελλάδα και αναπαύονται δικαιωμένοι, απολαμβάνοντας τιμές και δόξες από όλους τους Έλληνες σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου και της ιστορίας.
Τούτη η κατάθεση ψυχής, αποτελεί χρέος, φόρος τιμής, αγάπης και αφοσίωσης απέναντι στην Ελλάδα μας, απέναντι στους Ήρωες που θυσιαστήκανε μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός τους, για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι.
Τούτη η κατάθεση καρδιάς αποτελεί φόρος τιμής και απέναντι σε όλους τους νεοέλληνες που αγωνιούν για την ιστορία της και εργάζονται με τον δικό τους τρόπο να διατηρηθεί η φλόγα του ανδρειωμένου Έλληνα και να διαδοθεί παντού το μήνυμα της λεβεντιάς, της αρετής, αλλά και της τόλμης, για την αληθινή ελευθερία".


http://www.dailygreece.com/