Είναι πρωί και κάνει κρύο, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο αισθάνομαι ζέστη, μια αλλιώτικη ζέστη, σαν φωτιά που καίει όλο μου το σώμα, δεν ξέρω, είναι κάτι άλλο αυτό που με ζεσταίνει, δεν είναι η ξυλόσομπα του φυλακίου, η οποία καίει όλο σχεδόν το βράδυ, δεν ξέρω, η μάλλον ξέρω, είναι η αγωνία μου για το πότε θα δω τους πρώτους ιταλούς και τουρκοαλβανούς να πατάνε το πόδι τους στα ιερά βουνά μας και κάθομαι δίπλα στο πολυβόλο και περιμένω, γιατί ο....
λοχαγός μας πήρε πληροφορία ότι από ώρα σε ώρα θα έρθουν οι βάρβαροι, όπως τότε παλιά, να ματώσουν τον λαό μας και τα ιερά μας χώματα και περιμένω αγκαλιά με το πολυβόλο να έρθει η ώρα για να ξεπληρώσω το χρέος μου στους προγόνους μου και στην πατρίδα μου, α να, ήρθε ο λοχαγός μου,
τι έγινε ρε μαχητή πως πάει,
μια χαρά λοχαγέ μου, μια χαρά,
μπράβο παιδί μου, μπράβο, με τέτοιους πολεμιστές και στρατιώτες σαν εσένα δεν περνάει ούτε κουνούπι, πόσο μάλλον αυτά τα βόδια, που νομίζουν ότι θα μας κάνουν καλά,
λοχαγέ να ρωτήσω κάτι,
ότι θέλεις μαχητή,
να, τώρα που θα αρχίσει το πανηγύρι θα σας ξαναδώ άραγε, η να αποχαιρετιστούμε από τώρα,
όχι από τώρα αγόρι μου, πρώτα θα σκοτώσουμε καμιά χιλιάδα από αυτούς και μετά άμα τελειώσουν οι σφαίρες μας τότε λέμε το αντίο,
εντάξει λοχαγέ μου τότε ας περιμένει ακόμα λίγο ο θάνατος,
ποιός λογαριάζει θάνατο παιδί μου αυτόν τον πάτησαν εδώ και χιλιάδες χρόνια οι πρόγονοι μας πολεμώντας στις Θερμοπύλες, τον εξαφάνισαν και τον γελοιοποίησαν οι πρόγονοι μας και τώρα θέλει να μας εκδικηθεί, αλλά θα φάει καλά μην στενοχωριέσαι,
δεν στενοχωριέμαι λοχαγέ για τον θάνατο, απλά με τρώει η αγωνία πότε θα τους δω για να τους γαζώσω,
περίμενε παιδί μου έρχεται η ώρα, το μυρίζομαι στον αέρα, παρότι είμαστε στο βουνό ο αέρας μυρίζει σαν βούρκος, θα είναι από τις μαύρες ψυχές τους, αυτό είναι παιδί μου, είναι οι μαύρες ψυχές τους.
Ο λοχαγός έφυγε από ώρα πήγε βλέπεις να ελέγξει και να εμψυχώσει και τα άλλα πολυβολεία, μέσα στα οποία υπήρχαν λιοντάρια, τα οποία περίμεναν να ξεχυθούν στα απάτητα χιόνια κυνηγώντας τους λαγούς και τα αγριογούρουνα, έτσι βλέπεις τους λέγαμε τους μπαστάρδους που ήθελαν χωρίς λόγο να ματώσουν την πατρίδα μας και να κάνουν τον λαό μας δούλους στα δικά τους χωράφια.
Μετά από λίγες ώρες σπάει επιτέλους η αγωνία μου, διότι άκουσα το παρά δίπλα πολυβόλο να τραγουδάει, επιτέλους λέω, επιτέλους, ήρθε η ώρα και άρχισα να φωνάζω, ελάτε και από ρε βόδια, ελάτε και από δω, μη μα αφήνεται μόνο μου ρε, ελάτε ρεεεεεε και με άκουσαν, σαν να ήταν τα λόγια μου μαγική σφυρίχτρα, ναι, τους βλέπω επιτέλους και φωνάζοντας οχιιιιιιιιιιιι αρχίζω να τους κεντάω, με το δάχτυλο να μην μπορεί να ξεκόψει από την σκανδάλη,
εεεε σταμάτα φίλε μου δεν έχει άλλες σφαίρες, σταμάτα να γεμίσω,
ήταν η φωνή του γεμιστή που με έκανε να καταλάβω ότι εδώ και μερικά λεπτά δεν τους σκότωνα με σφαίρες αλλά με την φωνή μου, γρήγορα, γρήγορα, γέμισε δεν θέλω να με βρει ο θάνατος με γεμάτο όπλο και τότε ακούω και πάλι το πολυβόλο να βγάζει την γλυκιά φωνή του, δεν ξέρω, αλλά ο κρότος που μέχρι εχθές με τρόμαζε από αυτό το όπλο τώρα ακουγόταν σαν ψαλμωδία, σαν παιδική χορωδία, που βρίσκομαι θεέ μου, που βρίσκομαι, σε πόλεμο, η σε γιορτή.
Κάποια στιγμή σταμάτησε αυτή η γλυκιά χορωδία και το μόνο που ακουγόταν ήταν αυτή η παράξενη βουή, αυτή η περίεργη σιωπή, που παρότι έξω από το πολυβολείο γίνονταν χαμός εγώ δεν άκουγα τίποτε, παρά μόνο σιωπή, μια περίεργη σιωπή, την σιωπή ήρθε να σπάσει η φωνή του γεμιστή,
τώρα τι κάνουμε μου λέει που τέλειωσαν οι σφαίρες,
τώρα αδελφέ μου ήρθε η ώρα να δούμε από κοντά τις φάτσες από αυτά τα βόδια και να λογαριαστούμε από κοντά, έλα, πάρε το όπλο, βάλε την λόγχη και πάμε, πάμε μην αργείς, θα χάσουμε το πανηγύρι, θα πάρουν δρόμο να φύγουν και μετά άντε να τους βρούμε και σαν να είχαμε ελατήρια και φτερά στα πόδια πηδήξαμε έξω από το πολυβολείο και αρχίσαμε δύο εναντίον δεκάδων την μάχη σώμα με σώμα, τι χορός, τι χορός, με το αέρααααααα και το ελάτε ρεεεεεεεε κάναμε την μάχη πανηγύρι και χαρά, ναι σας λέω, χαρά, τέτοια που όμοια της δεν ένιωσα ποτέ.
Κάποια στιγμή οι φωνές, τα ουρλιαχτά και τα πολυβόλα σταμάτησαν, έτσι ξαφνικά όπως άρχισαν, σαν να μην έγινε τίποτε απολύτως, ξάφνου βλέπω τον λοχαγό μου, τον λοχία μου και τους υπόλοιπους στρατιώτες του φυλακίου να είναι σε μια άκρη ήρεμοι και ατάραχοι, γαλήνιοι, που μέσα στα μάτια τους διάβαζες την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση γι αυτό που έκαναν, αλλά γιατί σταμάτησαν, γιατί τα παράτησαν, τι έγινε, ο λοχαγός μου γνέφει να πάω προς το μέρος τους και εγώ χωρίς την παραμικρή αντίδραση υπακούω και πηγαίνω προς τα εκεί να συναντήσω από κοντά τα υπόλοιπα αδέλφια μου και να τους ρωτήσω με αγωνία, τι έγινε ρε παιδιά, γιατί σταματήσαμε, η απορία μου φθάνοντας εκεί μαζί τους έγινε ξαφνικά ταραχή και κρύος ιδρώτας, διότι μπροστά μου στεκότανε ο Λεωνίδας, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Γέρος του Μοριά, ο Παπαφλέσσας, ο Καραϊσκάκης, ο Παύλος Μελάς και χιλιάδες άλλοι ήρωες και πολεμιστές της πατρίδος μου, που φορώντας κάτασπρες πολεμικές στολές και χρυσοποίκιλτα στεφάνια φάνταζαν σαν θεοί και σαν άγγελοι και πριν προλάβω να ρωτήσω το πώς και το γιατί με αγκάλιασαν και μου είπαν,
μην στενοχωριέσαι παιδί μου, τώρα είσαι μαζί μας, τώρα και εσύ θα γραφτείς στο αιώνιο βιβλίο της ιστορίας, σαν ήρωας Έλληνας πολεμιστής.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ