Η Ελλάδα δεν φτιάχνει αυτοκίνητα. Δεν φτιάχνει μικροτσίπ. Δεν φτιάχνει κινητά. Τα τελευταία χρόνια όμως έμαθε καλά να φτιάχνει κάτι: πρωταθλητές ολυμπιακών αγωνισμάτων. Δεν αναρωτηθήκατε ποτέ πώς η χώρα μας εκεί που έφερνε με το ζόρι ένα χάλκινο από τους Ολυμπιακούς (Σεούλ) και το θεωρούσε επιτυχία έφτασε να έχει χάσει το μέτρημα στα μετάλλια παγκοσμίων πρωταθλημάτων και Ολυμπιακών Αγώνων; Και γιατί χώρες παρόμοιου μεγέθος, πολύ πλουσιότερες και με παράδοση στον αθλητισμό δεν έχουν τέτοια αποτελέσματα; Μοιάζουμε με τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού σε πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε.
Στην Ελλάδα οι αθλητικές επιτυχίες έχουν αποκτήσει χαρακτήρα αυτοεπιβεβαίωσης ενός έθνους που γίνεται όλο και περισσότερο ανασφαλές, κλειστό και φοβικό. Ενός έθνους που έχει όλο και λιγότερα να επιδείξει στον διεθνή στίβο της οικονομίας, χάνοντας κάθε χρόνο σε ανταγωνιστικότητα, που έχει από τα μεγαλύτερα ποσοστά αρνητικής τοποθέτησης για την παγκοσμιοποίηση, που αντιμετωπίζει συντηρητικά όλες τις μεγάλες πολιτικές αποφάσεις (από την εξωτερική πολιτική έως τις διαθρωτικές αλλαγές) και που νιώθει εντότερη την ανάγκη να καλύψει την ανασφάλεια που γεννούν οι επιλογές του. Είναι όμως και μια ανάγκη ατομική, να καλυφθεί η προσωπική μετριότητα με συλλογικές "επιτυχίες". Την τάση αυτή διέγνωσαν από νωρίς οι πολιτικοί μας ρίχνοντας τσουβάλια από λεφτά (προερχόμενα από το κρατικό μονοπώλιο του τζόγου) στην ικανοποίηση αυτών των συνδρόμων. Οι αθλητικοί αγώνες μετατράπηκαν σε "εθνικές υποθέσεις".
Από κει και πέρα τα πράγματα ήταν απλά. Με μια ανάμειξη στα σοβιετικά ή ανατολικογερμανικά πρότυπα που διάβρωσε το ελληνικό αθλητικό οικοδόμημα, κομματικοποίησε τις ομοσπονδίες, δημιούργησε παράγοντες γραφειοκράτες και ανέδειξε όσους αθλητές ήταν πρόθυμους να πάρουν αναβολικά. Το κράτος προσέφερε τεράστια και δελεαστικά κίνητρα (χρήματα, επαγγελματική αποκατάσταση, κύρος) σε όσους έφερναν αθλητικές νίκες (τις οποίες μετά το κράτος πουλούσε στο λαό ως εθνικές επιτυχίες). Κίνητρα τέτοια που σε πάρα πολλούς αθλητές έβαλαν στην άκρη ηθικούς ενδοιασμούς ή φόβους για την υγεία τους. Το κράτος δημιούργησε στρατιές προθύμων να "κάνουν τα πάντα" για να του φέρουν επιτυχίες. Ταυτόχρονα χρηματοδότησε αφειδώς όλους τους τρόπους προκειμένου αυτοί οι πρόθυμοι να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το πρόσφατο περιστατικό με όλη μα όλη την ομάδα άρσης βαρών Ντοπέ ,αυτό αποκαλύπτει ότι η χρήση αναβολικών γινόταν συστηματικά. Μια τέτοια συστηματική χρήση δεν μπορεί να γινόταν χωρίς την χρηματοδότηση και την κάλυψη των κρατικών μηχανισμών, και δεν μπορεί να έγινε μια φορά.
Κατά καιρούς έχουν αποκαλυφθεί ψήγματα αυτού κρατικού μηχανισμού, κάθε φορά όμως παρουσιάζονται ως μεμονομένα περιστατικά ή εξαφανίζονται. Όταν πριν δέκα χρόνια ένας αρσιβαρίστας της εθνικής ομάδας άρσης βαρών κατήγγειλλε την χρήση τέτοιων ουσιών, το κράτος αντί να προσπαθήσει να διευρευνήσει την υπόθεση, απέδειξε την ενοχή του ενεργοποιώντας ένα ολόκληρο μηχανισμό κουκουλώματος και τελικά αναγκάζοντας τον αρσιβαρίστα να ανακαλέσει για να μην χάσει την θέση του στην αστυνομία. Όταν είχαμε το προκλητικό για την νοημοσύνη μας σκάνδαλο Κεντέρη-Τζέκου στους Ολυμπιακούς, ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε για την κάλυψή τους, ενώ ένα ολόκληρο έθνος τους πρόσφερε ηθική κάλυψη παρότι αντιλαμβανόταν το πρόβλημα φωνάζοντας "Κεντέρης-Κεντέρης" στον τελικό των 200μ.
Το πρόβλημα όμως το μεγάλο δεν ήταν ο Κεντέρης. Ήταν ότι οι 80.000 αυτοί θεατές είχαν πλέον φτάσει σε τέτοια επίπεδα πόρωσης που θεωρούσαν τους αγώνες ως είδος πολέμου, στον οποίο ήθελαν οι δικοί τους πολεμιστές να πολεμήσουν και να νικήσουν με όποιο κόστος και με οποιοδήποτε τρόπο. Από κοντά τα ΜΜΕ έτοιμα να δικαιολογήσουν τα πάντα και οι κρατικοί φορείς έτοιμοι να κουλουκώσουν τα πάντα.
Γι'αυτό απαντώντας στο ερώτημα του τίτλου λέω: όχι δεν ζούμε στην Ανατολική Γερμανία. Το πρόβλημα είναι χειρότερο: θέλουμε να ζούμε στην Ανατολική Γερμανία.
Επιπλέον:
Ποιος πληρώνει τα αναβολικά;
Αισθήματα ντροπής για την υπόθεση ντόπινγκ
Από http://e-roosters.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου