Η μία εκ των αιτήσεών μας δεν «κληρώθηκε», οπότε μπήκαμε και στη δεύτερη διαδικασία κλήρωσης, εκείνης που ξεκινούσε στις 11.00 κάποιου πρωινού, και στις 11.05 είχαν πέσει όλα τα συστήματα της εταιρίας που διαχειριζόταν τα εισιτήρια της Εθνικής.
Καθαρά λόγω τύχης, κατάφερα και εξασφάλισα τα εισιτήρια που μου έλειπαν αφού ήμουν από τους λίγους τυχερούς που «με ανέχτηκε» ο server της εταιρίας. Σε αντίθεση όμως με χιλιάδες άλλους Έλληνες φιλάθλους, που εκείνη την ημέρα έχασαν τα μεροκάματά τους, και ασφαλώς και την ψυχραιμία τους, όντας κολλημένοι μπροστά σε κάποιον υπολογιστή. Είναι μάλλον δεδομένο, ότι η εταιρία που διαχειρίστηκε τα εισιτήρια, πληρώθηκε κανονικά, παρότι εξόργισε τη μισή Ελλάδα, και ανάγκασε πολλούς Έλληνες που ήδη είχαν κανονίσει το ταξίδι τους στην Αυστρία, να αναζητήσουν εισιτήριο στη «μαύρη αγορά» πληρώνοντας πολλαπλάσιο τίμημα. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται ασφαλώς και οι Σύνδεσμοι Φιλάθλων Εθνικής Ομάδας, που ακολουθούν την Εθνική παντού, εδώ και χρόνια. Στα καλά, αλλά και στα δύσκολα!
Αφού, λοιπόν εμείς ήμασταν στους τυχερούς, προγραμματίσαμε και τα υπόλοιπα. Αεροπορικά και ξενοδοχείο. Μετά από αναλυτική έρευνα αγοράς στο Internet, αποφασίσαμε να μείνουμε λίγο έξω από το Salzburg (στο Berchtesgaden, 28 χιλιόμετρα μακριά) στα σύνορα Αυστρίας – Γερμανίας, από την πλευρά της Γερμανίας. Πρόκειται για ένα πανέμορφο μέρος, στους πρόποδες των (χιονισμένων ακόμα) Άλπεων, λίγο πριν τον τοπικό Εθνικό δρυμό. Ξετρελαμένοι, αποφασίσαμε να κάνουμε την κράτησή μας, επικοινωνώντας με τους ιδιοκτήτες. Οι άνθρωποι καλοσυνάτοι, μας διαβεβαίωσαν ότι μπορούν να μας φιλοξενήσουν για το διάστημα που θέλαμε, χωρίς να μας δεσμεύσουν με προκαταβολές. Εκπλαγήκαμε, με αυτή την πρακτική. Στη χώρα μας, άλλωστε, η τουριστική βιομηχανία λειτουργεί διαφορετικά. Η μεγαλύτερη όμως έκπληξή μας, προήλθε από την τιμή που μας πρότειναν: 25 ευρώ το άτομο, συμπεριλαμβανομένου του πρωινού. Κάτι δεν μας ακουγόταν καλά. Στους πρόποδες των Άλπεων, ξύλινο σπιτάκι, με όλες τις ανέσεις, με πρωινό, μόνο 25 Ευρώ το άτομο; Αρχίσαμε να αμφιβάλουμε για την αξιοπιστία του καταλύματός μας, συγκρίνοντάς το με αντίστοιχες τιμές στην Ελλάδα. Όμως όπως το είχαμε δει στο Ίντερνετ μας άρεσε πολύ και αποφασίσ
αμε να το ρισκάρουμε.
Το ταξίδι αρχίζειΈτσι λοιπόν, ένα ωραίο Σάββατο πρωί τα αφήσαμε όλα πίσω, και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας μέσω Μονάχου. Φτάνοντας στο Berchtesgaden (με τη βοήθεια του gps), ήταν αδύνατο να βρούμε το κατάλυμά μας. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι (επειδή εκεί σέβονται το περιβάλλον τους) απαγορεύουν τις διαφημιστικές πινακίδες(όπως και τα κορναρίσματα για να μην ενοχλούνται οι Αγελάδες). Έτσι μετά από κόπο (αλλά και την ανιδιοτελή βοήθεια του Έλληνα – Μακεδόνα ιδιοκτήτη της τοπικής ταβέρνας «Ακρόπολη») φτάσαμε στον προορισμό μας. Ήταν πράγματι όπως τα είχαμε ονειρευτεί. Μαγευτικό τοπίο, ξύλινος καθαρός ξενώνας, φιλόξενοι ιδιοκτήτες. Και η τιμή ήταν πράγματι, αυτή που μας είχαν πει τηλεφωνικώς. 25 Ευρώ με πρωινό.
Οι Έλληνες φίλαθλοιΟι διακοπές μας ήταν υπέροχες. Όμως ο λόγος του ταξιδιού μας ήταν η Εθνική. Δεν θα αναφερθώ στα τεχνικά θέματα που άφησαν την εθνική χωρίς βαθμό σε αυτό το EURO. Έχω άποψη αλλά εμένα μου αρκεί ότι βρεθήκαμε εκεί για δεύτερη συνεχόμενη φορά. Άλλωστε, δεν γίναμε ξαφνικά και Υπερδύναμη. Και δεν θα συνωμοτούν πάντοτε οι Θεοί του
Ολύμπου για εμάς. Πήγαμε εκεί για να είμαστε δίπλα στην Ελλάδα, στα καλά αλλά και στα δύσκολα. Για να ψάλλουμε τον Εθνικό μας ύμνο. Για να δείξουμε ότι είμαστε εκεί.
Και ήμασταν εκεί μαζί με πολλούς Έλληνες. Ποιους Έλληνες όμως;
Οι Έλληνες που βρέθηκαν στο Salzburg ήταν τριών κατηγοριών. Η πιο μεγάλη κατηγορία, αυτή που εγώ διαπίστωσα, ήταν η κατηγορία των «Αθηναίων του Κολωνακίου» που ακολούθησαν τη μόδα της Εθνικής. Γνωστοί δημοσιογράφοι, πολιτικοί, καλοντυμένες κυρίες με ψηλοτάκουνες γόβες, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, στελέχη εταιριών, γνωστοί δικηγόροι και γιατροί, εξασφάλισαν τα εισιτήριά τους (φαντάζομαι από τους Χορηγούς και την ΕΠΟ) και απόλαυσαν τις διακοπές τους στο Salzburg. Αυτή η κατηγορία κινείτο με άγχος στα μαγαζιά της πόλης για να προλάβει να ολοκληρώσει τα ψώνια της, αλλά και να εξασφαλίσει τραπέζι σε κάποιο καλό εστιατόριο. Δύσκολα αυτούς θα τους έβλεπες να κυκλοφορούν στην πόλη φορώντας τη μπλούζα ή το κασκόλ της Εθνικής μας ομάδας.
Η δεύτερη κατηγορία ήταν οι αγνοί Έλληνες φίλαθλοι. Αυτοί που ταξίδεψαν από την Ελλάδα για την Εθνική μας, προερχόμενοι κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα και την Κρήτη. Αυτούς τους συναντούσες συνήθως την παραμονή αλλά και την ημέρα των αγώνων, όταν αναστάτωναν με τα τραγούδια τους και τα συνθήματά τους το Salzburg. Αυτοί ήταν παρέες, οικογένειες, άνθρωποι αξιοπρεπείς, καθημερινοί, με χιούμορ και διάθεση.
Σε αυτούς θα προσθέσουμε την Τρίτη κατηγορία. Τους ομογενείς μας, οι οποίοι με δίψα για κάθε τι Ελληνικό, ήρθαν να υποστηρίξουν να φωνάξουν, να τραγουδήσουν να ζήσουν Ελλάδα… Και αυτοί, άνθρωποι του μεροκάματου, αλλά και νέα παιδιά που σε ρωτούσαν από πού είσαι, για να σου απαντήσουν με καμάρι για τη δική τους καταγωγή. Αν για κάτι στεναχωριέμαι, που δεν πήγαμε καλά, είναι γι αυτούς τους Έλληνες. Που οι υπερφίαλοι δημοσιογρ
άφοι των Αθηνών τους έκαναν να πιστέψουν ότι θα το παίρναμε και πάλι!
Η διοργάνωση
Πολλές φορές κατηγορούμε την Ελλάδα για ανεπάρκεια, για αδυναμία να ανταπεξέλθει σε μεγάλες διοργανώσεις, για προχειρότητα, αλλά και για τόσα άλλα. Τις περισσότερες φορές έχουμε δίκιο. Όμως η διοργάνωση του Euro (τουλάχιστον στο Salzburg) ήταν για μένα ένα τεράστιο μάθημα ανοργανωσιάς και προχειρότητας σε σχέση με ό,τι αναλαμβάνουμε εμείς. Κυρίως σε ό,τι αφορά τη μετακίνηση των φιλάθλων, τα parking, τη συγκοινωνία, την τροχαία, την αστυνόμευση. Για παράδειγμα, όποιος έκανε το λάθος και πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο parking που είχε προβλεφθεί, μετά το τέλος του αγώνα έπρεπε να κάνει την προσευχή του για να προσεγγίσει σε λεωφορείο που οδηγούσε στο parking, το οποίο δεν μπορούσε να φτάσει στον κόσμο επειδή δεν υπήρχε τροχαία, να μπει στο λ
εωφορείο, να βρει θέση και τελικά να φτάσει στο αυτοκίνητό του. Αφού έφτανε στο αυτοκίνητό του, έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον 2 ώρες ακόμα, για να βγει από το Parking (το οποίο ήταν ο περίβολος κάποιου στρατοπέδου) αφού και εκεί οι εθελοντές είχαν εξαφανιστεί, και την κυκλοφορία είχε αναλάβει να κατευθύνει ένας ταλαίπωρος τροχονόμος με ένα φαναράκι στο σκοτάδι, που και αυτός ο κακομοίρης βρισκόταν εκτός parking.
Η ελληνική παρουσίαΤο Salzburg ήταν η πόλη που η Ελλάδα έδωσε και τα τρία της παιχνίδια, εν αντιθέσει με τις άλλες ομάδες του ομίλου που μετακινούνταν από Salzburg σε Innsburg. Γι αυτό τον λόγο, στο εμπορικό κέντρο (απέναντι από το γήπεδο) είχε στηθεί το ελληνικό χωριό. Εκεί δέσποζε η παρουσία των χορηγών. Αλλά απουσίαζε παντελώς (με βάση τα δικά μου ζητούμενα) η παρουσία της Ελληνικής πολιτείας (Υπουργείο Τουρισμού, ΕΠΟ κλπ). Ευτυχώς, λοιπόν που υπήρχαν και οι χορηγοί. Εφοδίαζαν (από το αεροδρόμιο της Αθήνας κιόλας) τον κόσμο με φανέλες, σημαίες εξοπλισμό, ανέβαζαν τον ρυθμό, το κέφι. Πόσες χιλιάδες μπλούζες και καπέλα πρέπει να μοίρασαν τα παιδιά της Vodafone που ακούραστα έσπευδαν να σε εξυπηρετήσουν…
Σε αυτό το εορταστικό πλαίσιο, είχαν προγραμματιστεί και εκδηλώσεις καθόλη τη διάρκεια των αγώνων στο κέντρο του Salzburg. . Τι ποιο λαμπρή ευκαιρία να προβληθεί η Ελλάδα θα σκεφτόταν κάποιος…Και εδώ όμως ατυχήσαμε. Ανάμεσα στις συναυλίες των U2 των Pink Floyd και των Deep Purple, που είχαν προγραμματίσει οι Αυστριακοί, εμείς (σε ανάλογο κλίμα με τις εμφανίσεις της ομάδας μας) επιλέξαμε κάποιο συγκρότημα που ονομάζεται «Μύθος». Δεν ξέρω αν την πρόταση την έκανε ο ΕΟΤ, η ΕΠΟ ή κάποιος άλλος. Αυτό που ξέρω είναι ότι ντράπηκα που ήμουν εκεί. Ένας ταλαίπωρος, παράφωνος τραγουδιστής, με δύο οργανοπαίχτες για παρέα, να ακροβατεί ανάμεσα σε τσιφτετέλια της εθνικής οδού, και σε άθλια ερμηνεία από το συρτάκι του Ζορμπά. Σίγουρα σπαταλήσαμε (μέσα στην πόλη που γέννησε τον Μότζαρτ) μία χρυσή ευκαιρία να προβάλλουμε Ελλάδα. Αντ αυτού κακοποιήσαμε και δυσφημήσαμε παντού τη σύγχρονη κουλτούρα μας και τον πολιτισμό μας.
Το κλίμα
Γι αυτό που πραγματικά χάρηκα ήταν για το κλίμα στην πόλη. Σημαίες όλων των εθνικοτήτων κυμάτιζαν στα αυτοκίνητα, Αυστριακοί, Γερμανοί, Ρώσσοι, Ισπανοί, Σουηδοί, έσμιγαν με τους Έλληνες και άρχιζε το πανηγύρι. Τραγούδια, πλάκα, συνθήματα, πειράγματα. Στο παιχνίδι με τους Ισπανούς (που ήδη είχαμε αποκλειστεί) δέσποζε ο Μανόλο. Ο φίλαθλος που ακολουθεί παντού την Εθνική του ομάδα. Με μια μπάντα από πνευστά και τύμπανα έδινε τον τόνο. Απέναντί του οι δικοί μας, με το «Μακεδονία Ξακουστή», τον Εθνικό μας ύμνο, και το «δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ, Ελλάς ολέ», ανταγωνίζονταν με αξιώσεις να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Τα συνθήματά μας, όπως πάντα ευρηματικά: «ΕΕΕ, ΩΩΩ το πήραμε (παλιά) το Ευρωπαϊκό» , «ΕΕΕ, ΩΩΩ ήρθαμε Αυστρία μόνο για Τουρισμό», «Δεν θα πάρεις κύπελλο
ποτέ, Ισπανέ, Ισπανέ», ενώ στους δρόμους οι (αποκλεισμένοι) φίλαθλοί μας προσπαθούσαν να πείσουν Ρώσους και Ισπανούς ότι μέχρι τον τελικό «εμείς είμαστε ακόμη οι πρωταθλητές». Αυτό που προσωπικά με συγκλόνισε ήταν όταν μέσα στο γήπεδο, 10.000 Έλληνες, άρχισαν να τραγουδούν όρθιοι το «Μακεδονία Ξακουστή του Αλεξάνδρου η Χώρα». Και με συγκλόνισε, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο πολύ πονάει (εν αντιθέσει με πολλούς πολιτικούς μας) αυτό το θέμα όλους τους Έλληνες. Μετά το τραγούδι μάλιστα, όλο ο γήπεδο φώναζε όρθιο: «Ελλάς-Ελλάς – Μακεδονία». Την ώρα του συνθήματος, έκπληκτοι τρεις Αυστριακοί που κάθονταν μπροστά μας (πατέρας με τους δυο γιούς του) μας ρώτησαν γιατί επευφημούμε ένα άλλο κράτος. Τους εξηγήσαμε πώς έχουν τα πράγματα με αυτό το θέμα και τους είδαμε έκπληκτους να μας παραδέχονται ότι πρώτη φορά ακούνε τη δική μας θέση. Από την άλλη οι Ρώσοι, όπου μας συναντούσαν μας μιλούσαν για τα κοινά μας χαρακτηριστικά. Την φιλία των δύο λαών και την Ορθοδοξία. Οι Ισπανοί προσπαθούσαν να μας πικάρουν με ένα σύνθημα που θέλοντας να παραφράσουν το δικό μας «Ελλάς», έλεγε κάτι σαν «Βαπορέγια» που σημαίνει «Άντε γεια». Για τους Σουηδούς δεν λέω τίποτε. Ήταν στον κόσμο τους, με παρέα ένα ποτήρι μπύρα.
Περιττό να σας πω ότι τα εισιτήρια που είχαν προβλεφθεί για τους Έλληνες φιλάθλους κατόχους των διαρκείας, ήταν στην τελευταία σειρά, κάπου απομονωμένα στο πέταλο. Με τα εισιτήρια που μας αναλογούσαν πρέπει να έγινε όργιο. Γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρχει στην Ελλάδα τέτοια ζήτηση, να μην βρίσκεις εισιτήριο και τελικά πολλές από τις θέσεις που σου αναλογούν να είναι κατειλημμένες από Ισπανούς, Ρώσους ή Σουηδούς. Δεν θέλω να πω τι υποπτεύομαι, πάντως ό,τι και να έγινε δεν τιμά τους διαχειριστές τους.
Η επιστροφήΗ επιστροφή ήταν επώδυνη. Γιατί περάσαμε καλά. Γιατί διασκεδάσαμε.
Εμένα έτσι μου αρέσει το ποδόσφαιρο.
Γιορτή. Που και όταν ο Πρωταθλητής χάνει, εσύ φεύγεις γεμάτος. Χαρούμενος. Έχεις περάσει καλά.
Τελευταία μου ανάμνηση; Η ιδιοκτήτρια του μαγευτικού ξενώνα που μ
έναμε. Της ανακοίνωσα ότι την επόμενη μέρα θα φεύγαμε πολύ νωρίς το πρωί και ήθελα να μου κάνει τον λογαριασμό. Εκείνη με ρώτησε αν θα προλαβαίναμε το πρωινό, και όταν της απάντησα αρνητικά, έκανε τους υπολογισμούς της αφαιρώντας μου 8 Ευρώ από το σύνολο του ποσού. Αντιλαμβάνεστε ότι εξεπλάγην.
Όμως χάρηκα. Γιατί συνειδητοποίησα ότι κάπου (μακριά από την χώρα μου) κάποιοι σκέφτονται διαφορετικά. Σέβονται τον φιλοξενούμενό τους, προστατεύουν τη χώρα τους, αγαπούν το περιβάλλον που ζουν και απολαμβάνουν τη ζωή τους φυσιολογικά. Με αξιοπρέπεια να υπερηφάνεια.
Ας είναι καλά!
by i-reporter